Ενώ οι επενδυτές ετοιμάζονται για τα κρίσιμα στοιχεία που θα ανακοινωθούν για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα, το πετρέλαιο έχει αρχίσει να χτίζει τιμές πλέον πάνω από τα 90 δολάρια/βαρέλι.
Τα στοιχεία που θα δημοσιευτούν την Πέμπτη αναμένεται να δείξουν νέο άλμα στις τιμές καταναλωτή τον Ιανουάριο, στο 7,2% . Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις τότε θα μιλάμε για τιμές καταναλωτή στα επίπεδα του 1982.
Με τις πετρελαϊκές τιμές όμως να έχουν προσεγγίσει τα επίπεδα του Οκτωβρίου του 2014, μήπως το ράλι του πληθωρισμού απέχει αρκετά από το σημείο τερματισμού;
Όπως έχουμε καταθέσει πολλάκις, η ισχυρή ανάκαμψη της αγοράς εργασίας σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό θα αναγκάσουν αργά ή γρήγορα τη Fed να αναλάβει πιο επιθετική δράση προκειμένου να τιθασεύσει τις τιμές.
Αν μέσα στα πλαίσια αυτής της επιθετικότερης προσέγγισης αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης ήδη από τον Μάρτιο, το «σιωπηλό» πλαγιοκαθοδικό κανάλι που αρχίζουν να χτίζουν οι αγορές, πιθανότατα να αρχίσει να αποκτά μια μεγαλύτερη κλίση. (σ.σ: περισσότερα για την τεχνική εικόνα των αγορών μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Πώς όμως αναμένεται να κινηθεί ένας εκ των βασικών τροφοδοτών του πληθωρισμού;
Τα απλά μαθηματικά της ανόδου των τιμών του πετρελαίου
Η εξίσωση της προσφοράς και της ζήτησης είναι ο κλασσικός ενορχηστρωτής του κονσέρτου των πετρελαϊκών τιμών. Οι τιμές λοιπόν ανεβαίνουν, γιατί η ζήτηση αυξάνεται τη στιγμή που για μια σειρά λόγων η προσφορά παραμένει μικρότερη.
Ένας από τους βασικότερους λόγους που η προσφορά παραμένει πεισματικά κάτω από τα επίπεδα της ζήτησης είναι η στάση των μελών του OPEC+ να συγκρατούν τις στρόφιγγες της παραγωγής, με αποτέλεσμα η παραγωγή που απελευθερώνεται να είναι απελπιστικά μικρή.
Ακόμα και η απόφαση της προηγούμενης Τετάρτης για ονομαστική αύξηση παραγωγής κατά 400.000 βαρέλια την ημέρα, όπως έχουμε εξηγήσει δεν είναι αρκετή.
Η εικόνα «σκοτεινιάζει» ακόμα περισσότερο αν σκεφτούμε ότι το καρτέλ δεν συγκρατεί την παραγωγή μόνο για προληπτικούς λόγους, ήτοι την πρόθεση να προστατευθούν οι τιμές στην περίπτωση που οπισθοχωρήσει απότομα η ζήτηση λόγω ενός μεγαλύτερου πανδημικού κύματος του Sars CoV 2.
Όπως εξηγήσαμε στην επενδυτική στρατηγική για το 2022 ένας εξίσου σημαντικός λόγος είναι το γεγονός ότι η προσφορά πετρελαίου δεν μπορεί τη δεδομένη στιγμή να συμβαδίσει με τη ζήτηση, λόγω του μειωμένου επιπέδου των επενδύσεων σε upstream πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Τα δύο τελευταία χρόνια οι επενδύσεις αυτές κινήθηκαν περίπου κατά 30% χαμηλότερα από τα προ-πανδημίας επίπεδα, πέριξ των 350 δισ. δολαρίων - με μια μικρή μόνο ανάκαμψη το 2021- παραμένοντας στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 15ετίας.
Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς γιατί δεν αυξάνονται άμεσα οι επενδύσεις προκειμένου να δούμε «άσπρη μέρα»! Και κάπου εδώ ξεκινάει η συζήτηση για το κόστος της πράσινης μετάβασης.
Καθώς οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου διεκδικούν τη θέση τους σε ένα πιο «πράσινο» μέλλον, επενδύουν ολοένα και λιγότερα στην εξόρυξη και ολοένα και περισσότερα στις ΑΠΕ και σε έργα αποθήκευσης ενέργειας. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι επενδύσεις upstream βρίσκονται στα χαμηλά 15ετίας.
Όμως η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη ζήτηση σε αυτό το επίπεδο επενδύσεων.Ακριβώς αυτή η μετατόπιση από τα παραδοσιακά καύσιμα προς την καθαρή ενέργεια θα συμβάλει στο να συνεχιστούν ανά διαστήματα οι κρίσεις στον εφοδιασμό και οι τιμές να κινούνται ολοένα και υψηλότερα.
Οι Σαουδάραβες άλλωστε είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαροι: Επειδή δεν δαπανώνται αρκετά για την εξερεύνηση και την ανάπτυξη νέων πόρων, η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου αναμένεται να μειωθεί κατά 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Αυτό συνεπάγεται παραγωγή μικρότερη από 70 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, τη στιγμή που η πτώση μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας στην κατανάλωση πετρελαίου εκτιμάται ότι θα είναι μόλις 9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.
Τι μας λένε οι παραπάνω αριθμοί; Ότι θα χρειαζόμαστε περίπου 90 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα μέχρι το 2030 τη στιγμή που θα παράγονται λιγότερα από 70 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Ένα έλλειμμα προσφοράς 21 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα πόσο υψηλότερα άραγε θα μπορούσε να οδηγήσει τις πετρελαϊκές τιμές;
Αν προσθέσουμε τώρα το ενισχυμένο δολάριο και την κρίση Ρωσίας – Ουκρανίας –η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου μετά τη Σαουδική Αραβία - κατανοούμε ότι οι τιμές σε όλη την αλυσίδα των ενεργειακών τιμών ετοιμάζονται να «στρατοπεδεύσουν» σε υψηλότερα επίπεδα.
Η κραυγή των αποθεμάτων
Το Bloomberg ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα είχε εκτενές ρεπορτάζ όσον αφορά τη μείωση του πετρελαίου που αποθηκεύεται σε δεξαμενόπλοια κατά περισσότερο από 20%.
Αυτή την εβδομάδα σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης των ΗΠΑ, τα αποθέματα στο Cushing έχουν υποχωρήσει σε περίπου 30,5 εκατομμύρια βαρέλια, με τον συναγερμό να είναι έτοιμος να χτυπήσει κάτω από τα 25 εκατομμύρια βαρέλια. Και όλα αυτά παρά την απελευθέρωση 27 εκατ. βαρελιών στην αγορά από το Στρατηγικό Απόθεμα Πετρελαίου (SPR) των ΗΠΑ.
Αν σκεφτεί κανείς ότι οι συγκεκριμένες δεξαμενές έχουν χωρητικότητα λίγο πάνω από τα 75 εκατομμύρια βαρέλια, κατανοεί ότι βρισκόμαστε ακριβώς στον αντίποδα των συνθηκών που επικρατούσαν 22 μήνες πριν, τον ιστορικό για τις τιμές του πετρελαίου Απρίλιο του 2020.
Ο Javier Blas σε εκτεταμένη ανάλυση του στο Βloomberg αναφέρεται στη διαφορά WTI Posting-Plus, ήτοι το ασφάλιστρο που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν στη φυσική αγορά τα διυλιστήρια και οι έμποροι προκειμένου να αγοράσουν βαρέλια που βρίσκονται σήμερα στο Cushing. Η διαφορά αυτή τη στιγμή βρίσκεται πάνω από τα 5,5 δολάρια το βαρέλι, επίπεδο που θεωρείται ακραίο.
Κάτι μας λέει ότι οι traders θα πρέπει να αρχίσουν ξανά να παρακολουθούν στενότερα την διαφορά μεταξύ spot και προθεσμιακών τιμών...
(Σ.Σ: περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ).
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.