Στο σφυρί μνημειακά σχέδια του Κόντογλου για το «πάνθεον της Ρωμιοσύνης»

Στο σφυρί μνημειακά σχέδια του Κόντογλου για το «πάνθεον της Ρωμιοσύνης»

Ανάμεσα στα έργα που διαθέτει ο οίκος «Βέργος» στην επικείμενη δημοπρασία του (Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου στην Αθηναΐδα), ξεχωρίζουν τρεις μνημειακές συνθέσεις του Φώτη Κόντογλου. Πρόκειται για σχέδια που μετέφερε ο δημιουργός για τον ζωγραφικό διάκοσμο του Δημαρχείου της Αθήνας. Το σύνολο αυτό αποτελεί σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή και εμβριθή μελετητή του ζωγράφου, Νίκο Ζία, «το σημαντικότερο, το μεγαλύτερο σε διαστάσεις και το μοναδικό σωζόμενο σήμερα στη θέση του έργο κοσμικής μνημειακής ζωγραφικής του Κόντογλου».

Aποκαλυπτική η εικονογράφηση στο Δημαρχείο Aθηνών όπου παρελαύνουν αγωνιστές, στρατηγοί, ηγεμόνες, βασιλείς, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, άγιοι, και απεικονίζονται ιστορικά γεγονότα. Mυθολογικοί ήρωες, όπως ο Θησέας, ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας, όπως ο Φίλιππος και ο Mέγας Aλέξανδρος, βυζαντινοί αυτοκράτορες και πολέμαρχοι σαν τον Kωνσταντίνο Παλαιολόγο, όλοι τους αποδίδονται με τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Ένα μοναδικό σημείο συνάντησης του ιστορικού και νεότερου Ελληνισμού, καθώς ο Κόντογλου ενσάρκωσε όλες τις μεγάλες μορφές του Γένους και δημιούργησε το πάνθεον της Pωμιοσύνης.

Το εικονογραφικό σύνολο συνθέτουν οι τοιχογραφίες του πρώτου και τέσσερις μουσαμάδες εντοιχισμένοι στο ισόγειο. Εκτελέστηκε στα ταραγμένα χρόνια του Μεταξά (από το 1937-1940), με κύριους παράγοντες τον τότε Δήμαρχο Αμβρόσιο Πλυτά και τον υπουργό – διοικητή πρωτευούσης Κώστα Κοτζιά, από τον οποίο έλαβε το όνομά της η κεντρική πλατεία όπου δεσπόζει το μέγαρο. Σε μία από τις τρεις προσφερόμενες συνθέσεις της δημοπρασίας γράφει ο καλλιτέχνης: Σχέδιον δια την τοιχογραφίαν του Δημαρχείου / Αθηνών εν τη αιθούση της δημοτικής βιβλιο- / θήκης: φιλοτεχνηθείσα δια χειρός Φωτίου / Κόντογλου Κυδωνιέως, εν έτει σωτηρίω / αϡλθ?. Ετελειώθη δε εν μηνί Οκτωβρίω.

Η σκηνή είναι ιστορημένη με σκηνές από τη βυζαντινή εποχή. Αρχίζει με την παράσταση ο «Βασίλειος ο Μακεδών κοιμώμενος εν τη μονή του Αγίου Διομήδους». Δίπλα του αναπτύσσεται ένα πολεμικό επεισόδιο με πρωταγωνιστή έναν άλλο εκπρόσωπο της Μακεδονικής δυναστείας, τον Ιωάννη Τσιμισκή και τους εφτά αρματωμένους καβαλάρηδες που κυνηγούν βαρβάρους. Τη σύνθεση κλείνει η ηρωική αντίσταση του Δοξαπατρή εναντίον των φράγκων σταυροφόρων.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι ένδοξες σελίδες του Βυζαντίου που συναρπάζουν και δίνουν τροφή στη θεματογραφία του Κόντογλου. Η ανατολική ζωγραφική παράδοση του παρέχει τις λύσεις ώστε να αποτυπώσει συνολικά την ιστορική διαχρονία του Ελληνισμού. Το όραμά του για τη βυζαντινή τέχνη ο Κόντογλου εμπέδωσε στον Μυστρά, λίγο πριν αναλάβει την εργασία στο Δημαρχείο.

Οι εργασίες συντήρησης και καθαρισμού εικόνων της Περιβλέπτου στον Μυστρά που ανέλαβε ο ζωγράφος το 1936, θα του δώσουν τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την προσάρτηση τύπων και χαρακτηριστικών της βυζαντινής τέχνης. Γράφει ο ίδιος: «καμμιά τέχνη δεν μεταχειρίστηκε τόσο απλά μέσα και καμμιά τέχνη δεν έπιασε τέτοια πράγματα». Την επιρροή της καστροπολιτείας στο ιδίωμά του δείχνει καθαρά μια τέμπερα από τοιχογραφία της μητρόπολης που προσφέρεται στην ίδια δημοπρασία.

Αν ο Λουδοβίκος Θείρσιος άφησε ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο θρησκευτικής τεχνοτροπίας στη Ρωσική Εκκλησία της οδού Φιλελλήνων, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο Κόντογλου στο Δημαρχείο Αθηνών, επιχειρεί ακριβώς το αντίστροφο: μεταγράφει κοσμικά θέματα στο ύφος της βυζαντινής ζωγραφικής και, συγκεκριμένα, στο πνεύμα της Κρητικής σχολής.

Ακόμη και οι παραστάσεις των αρχαίων Ελλήνων αποδίδονται με βυζαντινά χαρακτηριστικά και ανάλογες αμφιέσεις. Τα γυμνά σώματα ξεγελούν, φαίνεται, αλλά δεν έχουν σάρκα, ούτε βάρος. Μόνο τέτοια σώματα μπορεί να καλύπτουν τα ιμάτια και τα μαφόρια στις βυζαντινές παραστάσεις, και αυτά προϋποθέτουν οι πτυχώσεις τους. Ο ζωγράφος ακολουθεί το χιτώνα και το ιμάτιο των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο υιοθέτησε η βυζαντινή παράδοση.

Το κέντρο της δεύτερης σύνθεσης ορίζει η κολώνα από με το άγαλμα του Ηρακλή ενώ δεξιά και αριστερά της μονομαχούν ο μυθικός ήρωας Ερεχθεύς που ήταν από τους αρχαιότερους βασιλείς της Αθήνας, με τον γιό του Ποσειδώνα Εύμολπο, που είχε υποστηρίξει τους Ελευσίνιους.

Στην τρίτη προσφερόμενη σύνθεση ο Βορέας πετάει κρατώντας στην αγκαλιά του τη μικρή Ωρείθυια, που έχει πάει με τη φίλη της τη Φαρμακεία να λουστεί και να παίξει στο δροσερό ποτάμι. Στο κέντρο της τοιχογραφίας δεσπόζει η ανδρική επιβλητική μορφή του Τηρέα που διώκει την Πρόκριδα και τη Φιλομήλα, ενώ στο τρίτο μέρος της παράστασης ο τραγικός ποιητής Αισχύλος εμφανίζεται ξαπλωμένος ενώ κοιτάει προς τον Διόνυσο που έχει ζωγραφιστεί σαν άγγελος χωρίς φτερά. Ακόμη και η χωροταξία της σύνθεσης που ακολουθεί ο Κόντογλου είναι βυζαντινού ύφους. Μια μορφή δίκην αγγέλου περνά στο όνειρο του Αισχύλου, ενώ στο σκίσιμο του βράχου προβάλλουν δύο μορφές (στοιχείο παρμένο από τη βυζαντινή εικονογραφία).

Ας αναλογιστούμε πόσο τολμηρό για την εποχή ήταν να ζωγραφίσει ο δημιουργός με τον τρόπο που αποδίδονται οι άγιοι στην ορθόδοξη εικονογραφία. Το πλάσιμο του σώματος και του προσώπου, η πτυχολογία, ο φωτισμός των ενδυμάτων και των βουνών, τα δέντρα, όλα ήταν βυζαντινά. Ενώ θα περίμενε κανείς πως στους αρχαίους ήρωες θά 'βγαζε μιαν ελληνικότητα αναγεννησιακού τύπου, ο Κόντογλου τους αποδίδει με βυζαντινό τρόπο. Μα δε ζωγραφίζει κομψά, ούτε υπακούει σε λογική. Ο Κόντογλου είναι δημιουργός και υπακούει στη δική του αρχή.

Έτσι, επιχειρεί κάτι που έχει τη σοβαρότητα, την ιεροπρέπεια της βυζαντινής εικόνας και το γυμνό είναι ένα σώμα εξαγιασμένο, που μυρίζει λιβάνι. Είναι μια όμορφη ζωγραφική λύση, γιατί τα κορμιά είναι ζεστά, έχουν χρώμα, μια ζωντάνια άλλη από τη λευκότητα των αγαλμάτων στην οποία μας συνήθισε η Αναγέννηση. Όχι μόνο δεν σοκάρει, αλλά αυτά τα γυμνά είναι κατανυκτικά. Το ασκητικό διακατέχει και διαπερνά όλο του το έργο.

Είναι βέβαιο ότι ο Κόντογλου παρακολουθούσε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά ρεύματα. Μέσα στο πνεύμα του μοντερνισμού και όχι από πρωτογενή ελληνική παρόρμηση ήρθε εδώ κι αναζήτησε το εξωτικό στη λαϊκή τέχνη και στην αγιογραφία του Όρους, του Μυστρά, των Μετεώρων. Κι εκεί είδε τον Θεοφάνη τον Κρητικό και τον Φράγκο Κατελάνο. Πλησιάζει τον μοντερνισμό, αλλά από έναν ανορθόδοξο δρόμο: τον δρόμο της ορθόδοξης εικονογραφικής παράδοσης.

Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως συνεχιστή της βυζαντινής ζωγραφικής, ξαναερμηνεύοντάς την ως μάστορας και όχι ως χειροτέχνης, ήθελε να προτείνει ένα μοντέλο αντίθετο στην ατομικότητα και στο τεχνητό της εποχής του, ένα μοντέλο συλλογικό και σύμφωνο με την ιδιοπροσωπία του Ελληνισμού. Τα τρία προσφερόμενα σχέδια στους Βέργου συνιστούν αυτοτελή έργα που απηχούν μοναδικά το πιο φιλόδοξο εικονογραφικό σύνολο του Φώτη Κόντογλου.

Μπορείτε να δείτε τις συνθέσεις στο site του οίκου

https://vergosauctions.com/auctions/detail/category/2/auction/2242/item/8112