Της Μαίρης Βενέτη
O Trump έναντι να παρακάμψει τον ΠΟΕ σχετικά με την απόφαση του για την επιβολή δασμών στο αλουμίνιο και τον χάλυβα- και ό,τι άλλο επακολουθήσει- χρησιμοποιεί στην ουσία το άρθρο 232 του νόμου περί επέκτασης του εμπορίου του 1962, το οποίο επιτρέπει στον Πρόεδρο των ΗΠΑ να ενεργεί μονομερώς όταν θεωρεί ότι διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια.
Το πρόβλημα με αυτή τη πρακτική ξεπερνάει κατά πολύ την αύξηση του πληθωρισμού ή τον περιορισμό της ανάπτυξης- η Barclays ήδη εκτίμησε ότι οι δασμοί θα αυξήσουν κατά 0,1% το δομικό πληθωρισμό και θα περιορίσουν την ανάπτυξη κατά 0,1 έως 0,2%-καθώς θέτει δυο ακόμα πιο καίρια ερωτήματα:
Πρώτον, από ποιο σημείο και μετά η κουβέντα περί αθέμιτου ανταγωνισμού «γυρνάει» στην εθνική ασφάλεια και δεύτερον, κατά πόσο αυτή τη στιγμή είμαστε κοντά στη δημιουργία μιας τάσης ολοένα και πιο συχνής επίκλησης της εθνικής ασφάλειας από όλους και για όλους.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής επιτροπής Jean-Claude Junker πρότεινε ένα σύστημα σε ολόκληρη την ΕΕ για τον έλεγχο των εισερχόμενων άμεσων επενδύσεων, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αλλά και την εθνική ασφάλεια.
Η Αυστραλία επίσης από πέρσι διέταξε την κατάρτιση ενός μητρώου βασικών περουσιακών στοιχείων, προκειμένου να δίνονται περισσότερες πληροφορίες στις ρυθμιστικές αρχές, ώστε να «προλαμβάνονται» συμφωνίες που εγείρουν ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια.
Η Γερμανία εξετάζει και αυτή την πολιτική της για τους ξένους επενδυτές καθώς οι αφορμές δεν είναι και λίγες, ξεκινώντας από την πρόσφατη εισβολή του Li Shufu στην Daimler και καταλήγοντας στο μπλοκάρισμα της πώλησης του γερμανικού προμηθευτή εξοπλισμού ημιαγωγών Aixtron στην κινέζικη εταιρεία Grand Chip Investement, επίσης για λόγους εθνικής ασφάλειας επειδή υπήρχε υποκατάστημα της στις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα «Made in China» και τα κενά ιστορίας
Είμαστε στην ουσία σε έναν επαναπροσδιορισμό των σχέσεων όλων όσων συμμετέχουν στο λεγόμενο «παγκόσμιο χωριό» και κυρίως όσων μετέχουν «στο δημοτικό του συμβούλιο».
Το πρόβλημα προφανώς ξεκίνησε από τη στιγμή που, «Εισιν έσχατοι οί έσονται πρώτοι, και εισί πρώτοι οί έσονται έσχατοι».
Το ζητούμενο όμως είναι οι νέες ισορροπίες να διεκδικηθούν με τρόπο που-ας μου επιτραπεί η έκφραση- «δεν θα τινάξουν την μπάνκα στον αέρα».
Προφανώς ο ο νυν Πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να φρεσκάρει τη μνήμη του όσον αφορά ανάλογες κινήσεις προκατόχων του.
Τον Μάρτιο του 2002, ο Πρόεδρος George W. Bush επέβαλε χρέος 30% στον κινέζικο χάλυβα. Τα αποτελέσματα ήταν χαοτικά. Σε μια έκθεση που κατέθεσε ο συνασπισμός ενεργειακών εμπορικών συναλλαγών κατανάλωσης τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, διαπιστώθηκε ότι τα τιμολόγια κατά της Κίνας αύξησαν τις συνολικές τιμές του χάλυβα και κόστισαν 200.000 θέσεις εργασίας στις επιχειρήσεις που αγοράζουν χάλυβα, αντιπροσωπεύοντας 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε χαμένους μισθούς.
Επιπλέον ο Πρόεδρος Trump θα πρέπει να ξαναθυμηθεί τον Ιανουάριο της φετινής χρονιάς. Τι εννοούμε;
Στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό χωριό όλοι χρωστάνε σε όλους. Η Κίνα πέραν του ότι είναι ο μεγαλύτερος ξένος κάτοχος των αμερικανικών ομολόγων, κατέχει ταυτόχρονα και τα μεγαλύτερα συναλλαγματικά αποθέματα παγκοσμίως, ήτοι 3.1 τρισεκατομμύρια δολάρια. Καλό θα ήταν πριν γράψει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ το twitter για το πόσο εύκολα κερδίζονται οι εμπορικοί πόλεμοι, να είχε θυμηθεί το πρόσφατο χάος στην αγορά των αμερικανικών ομολόγων και των αμερικανικών δεικτών, όταν διέρρευσαν απλώς φήμες ότι η Κίνα εξετάζει τη μείωση ή ακόμα και τον τερματισμό αγοράς αμερικανικού κρατικού χρέους, αρχές Ιανουαρίου.
Προφανώς οι εμπορικοί πόλεμοι δεν ταίριαζαν και δεν ταιριάζουν στη νεότερη φάση της Ιστορίας, πόσο μάλλον δεδομένης της χρηματοοικονομικής κατάστασης που διανύουμε.
Ίσως η άλλη πλευρά του Ατλαντικού να δίνει ήδη το παράδειγμα μιας πιο ορθής διαχείρισης του αθέμιτου ανταγωνισμού στο εμπορικό γίγνεσθαι.
Η Ευρώπη και η Αυστραλία έχουν την διορατικότητα να χρησιμοποιούν το θεσμικό πλαίσιο σαν μια πρώτη ασπίδα στην απειλή του ζωτικού τους εμπορικού χώρου και πάνω από όλα στοχευμένα στην μεγαλύτερη πηγή του προβλήματος.
Η ΕΕ έχει βάλει στο στόχαστρο τις αθέμιτες κρατικές ενισχύσεις τις Κίνας, αλλά και την ανυπαρξία περιβαλλοντικών περιορισμών, προκειμένου να στοιχειοθετήσει την επιβολή μέτρων που διευρύνουν και πολλαπλασιάζουν τα εμπόδια απέναντι στον αθέμιτο κινεζικό ανταγωνισμό.
Για τους παρατηρητικούς, σχεδόν κάθε δύο εβδομάδες υπάρχουν νέες ανακοινώσεις που επεκτείνουν τα μέτρα anti – dumping εναντίον κινεζικών εταιρειών.
Ο Trump αντίθετα ανακοίνωσε την πρόθεση του για επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, προβαίνοντας σε μια εξαιρετικά επιθετική κίνηση γενικά και αόριστα, εναντίον όλων των εμπορικών του εταίρων.
Σαφέστατα οι ΗΠΑ έχουν μια αυξημένη ευαισθησία στο θέμα του αθέμιτου ανταγωνισμού πάνω στον χάλυβα ,καθώς είναι η μεγαλύτερη χώρα εισαγωγής χάλυβα του κόσμου, με 35,6 εκατομμύρια τόνους εισαγωγές μόνο το 2017.
Το 16,7% των εισαγωγών αυτών έγιναν σύμφωνα με στοιχεία από το Reuters από τον Καναδά, το 13,2% από τη Βραζιλία, ενώ από τις υπόλοιπες 9 χώρες που είναι κύριες εξαγωγείς χάλυβα προς τις ΗΠΑ, η Κίνα είναι 10η με ποσοστό 2,9%.
Είναι αρκετά παράδοξο να επιβληθούν δασμοί στον Καναδά ή τη Βραζιλία ή ακόμα και τη Γερμανία για τις κακές εμπορικές πρακτικές μιας μειοψηφίας.
Για αυτό και η λογική επιτάσσει ότι αυτή την εβδομάδα που θα υπογραφεί η εκτελεστική εντολή, θα ανακοινωθούν λεπτομέρειες βάσει των οποίων η επιβολή δασμών πιθανότατα να μην αφορούν όλους τους εξαγωγείς προς τις ΗΠΑ.
Οι αντιδράσεις τόσο από τους εμπορικούς εταίρους και από τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο, όσο και από τις χρηματιστηριακές αγορές στις οποίες πάλι το volatility ανέβηκε στο κόκκινο, πιθανότατα να επιβάλλουν με τον τρόπο τους στον Αμερικανό Πρόεδρο μια ωραιότατη «κυβίστηση».
* Η κα Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.