Τις τελευταίες ημέρες, πολλοί έσπευσαν να θεωρήσουν ότι οι τακτικές του Κρεμλίνου ενισχύουν τη συσπείρωση στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Στην πραγματικότητα, αυτό που διαπιστώνουμε μέχρι στιγμής είναι μια αξιοσημείωτη προσέγγιση Ρωσίας και Κίνας. Πριν λίγες ώρες, στο μακροσκελές –άρα καλά προετοιμασμένο– κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση Βλαντιμίρ Πούτιν και Σι Τζινπιγκ με αφορμή τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Πεκίνο, επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι οι προσπάθειες «ορισμένων κρατών» να επιβάλουν «ηγεμονία» συνιστούν «σοβαρή απειλή» για την παγκόσμια και περιφερειακή ειρήνη και «υπονομεύουν» τη σταθερότητα της παγκόσμιας τάξης.
Το ανακοινωθέν τα έχει όλα. Από τις απόψεις των δυο καθεστώτων περί «δημοκρατίας» μέχρι τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και το στοίχημα της βιώσιμης ανάπτυξης. Αλλά τα σημεία της αντιπαράθεσης είναι είτε εντελώς συγκεκριμένα (με αναφορά στην Ταιβάν) είτε, σε κάθε περίπτωση, απολύτως σαφή ως προς το νόημά τους, με έμμεση αναφορά στην Ουκρανία.
Ρωσία και Κίνα δηλώνουν ότι αντιτίθενται στις προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων να υπονομεύσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα στις κοινές γειτονικές περιοχές τους, σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν την παρέμβαση εξωτερικών δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις κυρίαρχων χωρών με οποιοδήποτε πρόσχημα, αντιτίθενται στις έγχρωμες επαναστάσεις και θα αυξήσουν τη συνεργασία τους αναφορικά με αυτές τις προκλήσεις.
Επίσης, πιο συγκεκριμένα, Ρωσία και Κίνα δηλώνουν αντίθετες και «στην περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ» και ζητούν από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία «να εγκαταλείψει τις ιδεολογικές ψυχροπολεμικές προσεγγίσεις της, να σεβαστεί την κυριαρχία, την ασφάλεια και τα συμφέροντα άλλων χωρών, την ποικιλομορφία του πολιτισμικού, πολιτιστικού και ιστορικού τους υπόβαθρου» και να υιοθετήσει «δίκαιη και αντικειμενική στάση απέναντι στην ειρηνική ανάπτυξη άλλων κρατών».
Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται ειδική κριτική αναφορά στη συμφωνία AUKUS και στις εξελίξεις στον Ινδο-ειρηνικό. Η αναφορά στο AUKUS δεν μπορεί παρά να υπενθυμίζει και τον βαθμό στον οποίο οι ενδο-δυτικοί ανταγωνισμοί διευρύνουν συνεχώς τις διαφορές και τις ρωγμές στο εσωτερικό της «Δύσης». Ενώ η Κίνα τάσσεται αυτή τη στιγμή καθαρά με τη Ρωσία, η δυτικές πρωτεύουσες αναζητούν κοινή συνισταμένη που θα επιτρέψει τον αποτελεσματικότερο συντονισμό ενόψει των ούτως ή άλλως σημαντικών αποκλίσεων συμφερόντων, εκτιμήσεων και δυνατοτήτων.
Παρότι ένας πόλεμος εξακολουθεί να αποτελεί το λιγότερο πιθανό σενάριο, η στήριξη του Πεκίνου σημαίνει ότι το Κρεμλίνο θα επιμείνει στην πίεση μέσω αυτής της εξαιρετικά παρακινδυνευμένης διαπραγματευτικής τακτικής, μέχρι να διαπιστώσει κάποιες παραχωρήσεις που (ανεξαρτήτως των όποιων διατυπώσεων περί «εγγυήσεων ασφάλειας») θα συνίστανται ουσιαστικά στην αποδοχή εκ μέρους του ΝΑΤΟ ότι η περαιτέρω διεύρυνση στα ανατολικά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση της Ρωσίας και – στο ενεργειακό – στην αύξηση των πιθανοτήτων ολοκλήρωσης του Nord Steam 2.
Όπως εξήγησα πρόσφατα, το Κρεμλίνο εξακολουθεί να διαβάζει τις εξελίξεις με όρους σφαιρών επιρροής. Προφανώς, οι στόχοι του καθεστώτος Πούτιν προωθούνται μεταξύ άλλων με την ανελέητη εξόντωση των αντιπάλων εντός και εκτός Ρωσίας και την υιοθέτηση τακτικών που είναι χαρακτηριστικές ενός αυταρχικού καθεστώτος που επιζητεί έναν αναβαθμισμένο ρόλο ανάμεσα στους διεθνείς πρωταγωνιστές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν οφείλουμε να διαβάσουμε με ακρίβεια την οπτική γωνία και τις προθέσεις του Κρεμλίνου.
Στις ΗΠΑ και αλλού, οι φωνές που αποδέχονται την πιθανότητα μιας αντιπαράθεσης για την Ουκρανία ουσιαστικά συνηγορούν υπέρ μιας στρατιωτικά παρεμβατικής «Δύσης» όταν οι κάθε λογής προϋποθέσεις για αυτή την παρεμβατικότητα στο συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη έχουν εν πολλοίς, καλώς ή κακώς, εκλείψει. Ως προς την Ουκρανία, όπως ο βετεράνος Γάλλος διπλωμάτης Gérard Araud μας υπενθύμισε πρόσφατα, η συμμετοχή μιας χώρας σε μια συμμαχία δεν είναι «δικαίωμα» της χώρας: αποτελεί επιλογή των μελών της συμμαχίας. Αυτό, μπορούμε να προσθέσουμε, αφορά και την επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής. Ενδιάμεσες λύσεις, ειδικά καθεστώτα, συνθήκες συνεργασίας αποτελούν πιθανές εναλλακτικές.
Η ασταθής πολυκεντρική ισορροπία
Εν τάχει, τέσσερις μείζονος σημασίας διαστάσεις αναδεικνύονται από τις δραματικές εξελίξεις με αφορμή την ουκρανική κρίση. Πρώτον, η ενεργειακή εξάρτηση θα πρέπει να μειωθεί το ταχύτερο δυνατόν, όπως γίνεται ήδη αντιληπτό με επώδυνο τρόπο. Είναι δύσκολο να το παραδεχτεί ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ – με δεδομένη και τη θέση του στη ρωσική ενεργειακή μηχανή – αλλά φαίνεται ότι και ο νυν καγκελάριος αμφιταλαντεύεται στην καλύτερη περίπτωση. Ειδικότερα σε σχέση με την Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη, εάν δεν είναι ο EastMed θα πρέπει να είναι μια βιώσιμη εναλλακτική, πιθανότατα μέσω θαλάσσιας μεταφοράς.
Δεύτερον, τα διλήμματα της ΕΕ θα παραμείνουν στο προβλεπτό μέλλον, αλλά η οξύτητα της κρίσης θα πρέπει τουλάχιστον να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για μια ενίσχυση της σχετικής αυτονομίας της Ένωσης, στο πλαίσιο των προτάσεων που έχει ορθότατα επαναφέρει η Γαλλία. Οι εθνικές πολιτικές σε θέματα εξωτερικών σχέσεων και άμυνας διαφέρουν και αυτό δεν είναι ούτε περίεργο ούτε απαραίτητα προς ψόγο. Αλλά μια βασική κοινή συνισταμένη απέναντι σε κρίσιμες προκλήσεις θα πρέπει να μπορεί να βρεθεί, χωρίς δονκιχωτικές κομπορρημοσύνες για άμεση κατάργηση του βέτο, το οποίο θα μπορέσει μόνον τότε να τεθεί στο περιθώριο όταν – εάν – θα έχει ατονίσει εκ των πραγμάτων. Πρώτα ουσιαστική σύγκλιση, μετά θεσμική αποτύπωση. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι νομισματική πολιτική.
Τρίτον, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πολιτική του αιώνιου ενδιάμεσου που επιθυμεί να πετύχει το καθεστώς Ερντογάν στην Άγκυρα θα επιβιώσει, με επιτυχίες και αποτυχίες, για όλο τουλάχιστον το διάστημα της προεδρικής θητείας του μεγαλομανούς νέο-οθωμανού ηγέτη της Τουρκίας. Εφοδιάζοντας με drones την Ουκρανία ενώ διαβουλεύεται με την Ρωσία, ο Ερντογάν επαναλαμβάνει στο ουκρανικό μια γνώριμη τακτική που πάντως δεν τον έχει οδηγήσει στην απελπιστική απομόνωση που πολλοί προέβλεπαν. Μόνο μια πλήρης ρήξη Ρωσίας – ΝΑΤΟ, με μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, θα μπορούσε να φέρει την Άγκυρα σε δύσκολη θέση. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, η Τουρκία – μια όντως αναθεωρητική χώρα – θα εξακολουθεί να επιχειρεί να διαδραματίσει ρόλους περιφερειακής μουσουλμανικής δύναμης με παγκόσμια προβολή.
Τέλος, η μεγάλη εικόνα. Ο διπολισμός του πάλαι ποτέ Ψυχρού Πολέμου είναι απίθανο να αναστηθεί, παρά τα φαινόμενα και όσους τα αναπαράγουν (υποθέτοντας ίσως ότι συνιστούν από μόνα τους εξήγηση). Όπως έχω επισημάνει αναλυτικά με ποικίλες αφορμές στο παρελθόν, η δομή του διεθνούς συστήματος θα είναι – στο προβλεπτό μέλλον – βασικά πολυκεντρική. Η στήριξη της Κίνας στη Ρωσία, σήμερα όπως και σε πολλές άλλες συγκυρίες στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «China-Russia Comprehensive Strategic Partnership of Coordination», υπόκειται σε σοβαρές διακυμάνσεις και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ξεχωριστές διαδράσεις της κάθε πλευράς με τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές δυνάμεις.
Σε αντίθεση με τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, το στοιχείο της παροδικότητας είναι σήμερα ιδιαίτερα σημαντικό σε Ανατολή και Δύση, ακριβέστερα είναι σημαντικό σε πλανητικό επίπεδο. Βεβαίως μια σύρραξη μπορεί να προκύψει και μέσα από τη συγκυριακή συρροή επιμέρους παραγόντων που δεν φαίνονται δομικά αναπόδραστοι σε μια δεδομένη στιγμή. Είναι σε αυτό το πλαίσιο ενδεικτική η εξαιρετικά διεισδυτική ματιά του Christopher Clark για τους παράγοντες που οδήγησαν στο αιματοκύλισμα της μεγάλης σύρραξης που σήμερα αποκαλούμε Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως ένας μεγάλος πόλεμος δεν είναι σήμερα ορατός. Πολλοί μικροί πόλεμοι είναι. Διότι το μακράν πιθανότερο σενάριο για το προβλεπτό μέλλον είναι ο ασταθής πολυκεντρισμός.
Άλλωστε οι οικονομικές αλληλεξαρτήσεις και αλληλοδιεισδύσεις μεταξύ Κίνας και δυτικών δυνάμεων παραμένουν πυκνές και πολυεπίπεδες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις σχέσεις Κίνας - ΗΠΑ, παρά τα πλήγματα της περιόδου Τραμπ. Ενώ πολλοί αφήνονται να παρασυρθούν από την σκοτεινή γοητεία της σύγκρισης με τον μεσοπόλεμο, το τοπίο σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό και από πολλές πλευρές εντελώς πρωτόγνωρο. Οι «αντίπαλοι» σήμερα δεν είναι ούτε οικονομικά εσωστρεφείς και απομονωμένοι (όπως η Γερμανία του Χίτλερ) ούτε – αυτή τη στιγμή – έκδηλα αναθεωρητικοί. Η Κίνα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές οικονομίες παγκοσμίως. Ο αναλυτής με αφετηρία αφενός τις σχέσεις ισχύος και τις εξελισσόμενες στρατηγικές, αφετέρου το υπόβαθρο της πολιτικής οικονομίας που είναι σήμερα νέο και σε ορισμένα επίπεδα πρωτόγνωρο, οφείλει να διαγνώσει τάσεις και να διατυπώσει σενάρια αποφεύγοντας τα εύκολα συμπεράσματα.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ