Του Oscar Guinea*
Το τελευταίο τρίμηνο του 2021, ο φόβος για τον κορονοϊό υπερφαλαγγίστηκε προσωρινά από έναν άλλο φόβο: αυτόν των ελλείψεων. Τα σημεία συμφόρησης στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, οι καθυστερήσεις στα λιμάνια και το κλείσιμο εργοστασίων στην Ασία δεν προείκαζαν τίποτα καλό για τις επερχόμενες διακοπές των Χριστουγέννων που κινδύνευαν να γίνουν χωρίς παιχνίδια, ηλεκτρισμό και χαρά. “Τα μάτια σου μπορεί να γελάνε - μην τα εμπιστεύεσαι” λέει ο Obi-Wan Kenobi στον Luke Skywalker σε μια από τις ταινίες του Star Wars. Στο τέλος, την παράσταση έκλεψε η παραλλαγή Ο του κορονοϊού, ενώ δεν υπήρξαν ειδήσεις για ελλείψεις σε PlayStation, κούκλες Peppa Pig ή αυτοκινητάκια Paw Patrol.
Οι ελλείψεις κάποιων προϊόντων υπήρξαν και παραμένουν ένα πραγματικό πρόβλημα. Όμως πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα αυτό; Και πώς μπορεί να επηρεάσει την εμπορική πολιτική της Ευρώπης; Ενώ η κατανάλωση στις ανεπτυγμένες χώρες αυξήθηκε απότομα μετά από μια μακρά περίοδο χειμερίας νάρκης λόγω του κορονοϊού, τα γρανάζια της παγκόσμιας οικονομίας, που κι αυτά βρέθηκαν σε κατάσταση αναμονής, χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να γυρίσουν και να φτάσουν τη δυνατότητα να καλύψουν την αύξηση της ζήτησης από τους καταναλωτές ανά τον κόσμο που είχαν ήδη συνηθίσει να παραλαμβάνουν τις αγορές τους μέσα σε 24 ώρες. Ευτυχώς, όπως ακριβώς οι ελλείψεις σε μάσκες και άλλο ιατρικό υλικό μειώθηκαν μετά από κάποιους μήνες, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα κατάφερε να αντιμετωπίσει την κορύφωση της ζήτησης στην περίοδο των Χριστουγέννων. Παρά τη νίκη αυτή, ο κίνδυνος ελλείψεων προϊόντων όπως φάρμακα και μικροτσίπ τροφοδότησε έναν έντονο διάλογο ως προς το οικονομικό, το πολιτικό και το κοινωνικό κόστος της εξάρτησης του ευρωπαϊκού εμπορίου από τον υπόλοιπο κόσμο.
Θα πρέπει να φοβόμαστε; Στο διεθνές εμπόριο, το πρόβλημα της εξάρτησης εμφανίζεται όταν μια εταιρία ή μία χώρα γίνεται ο κύριος πάροχος συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών και χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη για να επιβάλλει τους δικούς της όρους λειτουργίας της αγοράς ή για να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους. Στην περίπτωση της Ευρώπης, οι κόκκινες γραμμές της εξάρτησης μπορούν να χαραχθούν για εκείνα τα προϊόντα των οποίων οι εισαγωγές από το εξωτερικό της ΕΕ αντιστοιχούν στην πλειονότητα των συνολικών ευρωπαϊκών εισαγωγών, και που συγκεντρώνονται σε λίγες μόνο χώρες. Από τον ορισμό αυτό, και αν διακρίνουμε τις εισαγωγές της ΕΕ σε 9.700 κατηγορίες προϊόντων, μπορούμε να εντοπίσουμε αυτά τα προϊόντα για τα οποία οι εισαγωγές από το εξωτερικό της ΕΕ αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 75% των συνολικών εισαγωγών, και μπορούμε να μετρήσουμε τη συγκέντρωση αυτών των εισαγωγών αν ο δείκτης Herfindahl–Hirschman είναι τουλάχιστον 0,25. Ο δείκτης αυτός προσδιορίζει τις αγορές όπου η παραγωγή συγκεντρώνεται σε λίγες μόνο εταιρίες. Το αποτέλεσμα είναι πως υπάρχουν μόνο 188 κατηγορίες προϊόντων που αντιστοιχούν στο 0,8% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ, όπου η ΕΕ μπορεί να θεωρηθεί εξαρτημένη.
Στον διάλογο για τις ελλείψεις και την εμπορική εξάρτηση, το διεθνές εμπόριο χρησιμοποιείται ως εξιλαστήριος τράγος
Παρά τους σχετικά χαμηλούς αυτούς αριθμούς, θα πρέπει να προστεθεί ότι δεν πρέπει να βάζουμε όλες τις χώρες στο ίδιο καλάθι, ούτε να θεωρούμε όλα τα προϊόντα εξίσου σημαντικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελβετία είναι οικονομίες της αγοράς που ακολουθούν παρόμοιες αρχές με την ευρωπαϊκή οικονομία, όπου προτεραιότητα αναγνωρίζεται στη διάκριση της πολιτικής από την οικονομική εξουσία. Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, ακολουθεί διαφορετικούς κανόνες, και σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, είναι πρόθυμη να εκμεταλλευτεί την κυρίαρχη θέση της στην παραγωγή συγκεκριμένων αγαθών για να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους. Παρ’ όλα αυτά, η απειλή από τον ασιατικό γίγαντα είναι κι αυτή σχετική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από την παραγωγή αγαθών που προέρχονται από την Κίνα σε 21 κατηγορίες αγαθών που αντιστοιχούν στο 0.5% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ. Σ’ αυτή την κατηγορία προϊόντων συμπεριλαμβάνονται γεωργικά αγαθά όπως το μπαμπού και το τζινγκσένγκ, καθώς και κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, από μετάξι ή άλλο νήμα, που δεν μπορούν να θεωρηθούν ζωτικής σημασίας για την ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, αυτά τα προϊόντα μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα παρόμοια αν αυτό χρειαστεί. Υπάρχουν ακόμη φαρμακευτικά συστατικά, σπάνιες γαίες όπως το σκάνδιο, και υλικά για την παραγωγή ηλεκτρονικών συσκευών που επηρεάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά αντιστοιχούν μόλις στο 0.01% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ.
Στον θεμιτό και επίκαιρο διάλογο για τις ελλείψεις και την εμπορική εξάρτηση, το διεθνές εμπόριο συχνά χρησιμοποιείται ως αποδιοπομπαίος τράγος. Ο Master Yoda λέει πως “ο φόβος είναι ο δρόμος προς την Σκοτεινή Πλευρά”. Η αλήθεια είναι ότι οι παγκόσμιες αγορές, παρ’ όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, λειτουργούν ως ασφάλεια έναντι πιθανών καταστροφών: όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των παρόχων - εγχώριων ή από το εξωτερικό - τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος να μη μπορούμε να αγοράσουμε το προϊόν που χρειαζόμαστε γιατί ο βασικός μας προμηθευτής δεν κατάφερε να μας το παραδώσει. Για να μειώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση την εμπορική της εξάρτηση, θα πρέπει να αναλύσει λεπτομερειακά ποια είναι εκείνα τα προϊόντα για τα οποία όντως εξαρτάται από άλλες χώρες, να αυξήσει την καινοτομία εντός της ΕΕ και επίσης να αυξήσει και τον αριθμό των παρόχων, υποστηρίζοντας τη συμμετοχή των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών στο παγκόσμιο εμπόριο ενθαρρύνοντας έτσι ένα πιο συμπεριληπτικό και ποικιλόμορφο διεθνές εμπόριο.
Αυτό το άρθρο γνώμης δημοσιεύθηκε αρχικά από την El Pais εδώ.
*Ο Oscar Guinea είναι διακεκριμένος οικονομολόγος στο ECIPE. Μεταξύ άλλων έχει διατελέσει Οικονομικός Σύμβουλος της Κυβέρνησης της Σκωτίας για ζητήματα νομισματικής πολιτικής καθώς και των επιπτώσεων του Brexit και της μετανάστευσης στην οικονομία της Σκωτίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά τον Ιανουάριο του 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του European Center for International Political Economy (ECIPE) και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.