Τεράστια ποσά ξεκλειδώνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, που μαζί με τις μεταρρυθμίσεις, θα προσθέσουν 50 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία και θα την φέρουν στην αφετηρία του 2010, προτού ξεσπάσει η δεκαετής κρίση.
Την δυναμική από τη μεγαλύτερη εδώ και δεκαετίες εισροή κεφαλαίων που έχει γνωρίσει η ελληνική οικονομία αποτυπώνει ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις του εθνικού σχεδίου που παρουσιάστηκε χθες στο υπουργικό συμβούλιο και την επόμενη εβδομάδα κατατίθεται στην Βουλή.
Η κεντρική τράπεζα συμπεραίνει ότι το πρόγραμμα μπορεί να προσθέσει ένα μέγιστο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 7% στην οικονομία μέχρι και το 2026 ή σωρευτικά… 30% μέσα στην επόμενη εξαετία, οπότε και η λήξη του.
Στην πράξη αυτό σημαίνει μια εκτίναξη του ΑΕΠ από τα περίπου 170 δισ. ευρώ σήμερα στα επίπεδα του 2010, δηλαδή στα 220 δισ. ευρώ. Δηλαδή, αύξηση κατά επιπλέον 50 δισ. ευρώ, όπως αναφέρει και σε χθεσινή του ανάρτηση ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης.
It's Recovery Fund week! Here's a teaser from the Bank of Greece analysis on the macro impact of the plan. GDP is boosted by 7% by 2026 or a cumulative 30pp during the next six years. Thats 50bn euro. Stay tuned for more info in the coming days.#NextGenEU #RRF #Greece #staytuned pic.twitter.com/hcuAoiPGnT
— Alex Patelis (@PatelisAlex) March 29, 2021
Και αυτά μόνο μέχρι το 2026, αφού η Τράπεζα της Ελλάδος δεν στέκεται μόνο στην εξαετία και στα κεφάλαια που θα πέσουν στην αγορά μέσω των 112 έργων του σχεδίου σε υποδομές, πράσινη ανάπτυξη, ψηφιοποίηση και αλλού.
Επιχειρεί να μετρήσει και να ποσοτικοποιήσει τον αντίκτυπο που θα έχει στην οικονομία η επανάσταση του αυτονόητου, δηλαδή η εφαρμογή των 58 διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνει το σχέδιο, πολλές από τις οποίες αποτελούν προτάσεις της ίδιας της έκθεσης Πισσαρίδη.
Κάνοντας αυτή την δύσκολη άσκηση, η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει ότι η υλοποίηση δεκάδων κομβικών μεταρρυθμίσεων, από την Δικαιοσύνη που είναι υπερβολικά αργή μέχρι την Εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, μαζί με την καλύτερη αξιοποίηση των πόρων του εθνικού σχεδίου, μεταφράζονται σε επίτευξη σχεδόν μόνιμων υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μέχρι και το 2050, διαψεύδοντας οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ και οίκους όπως η Citibank, που θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν είναι ικανή για παρόμοιες επιδόσεις.
Οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις
Στην ουσία, το σχέδιο Ανάκαμψης έχει δύο σκέλη. Ένα, τα 112 έργα, δηλαδή επενδύσεις στην ενέργεια, όπως οι αναβαθμίσεις δεκάδων χιλιάδων κατοικιών και ο εκσυγχρονισμός των δικτύων (6 δισ ευρώ), στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας (πάνω από 2 δισ ευρώ), στην απασχόληση (4 δισ) και ευρύτερα στον ιδιωτικό τομέα (4 δισ ευρώ).
Και ένα δεύτερο, οι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις (συνολικά 58), των οποίων οι καρποί θα φανούν σε βάθος δεκαετίας.
Η διαφορά στην ευημερία των Ελλήνων και στο πως μπορεί να είναι συνολικά η χώρα σε δέκα χρόνια από τώρα, είναι τεράστια ανάλογα με το αν αυτές θα τρέξουν ή όχι, όπως δείχνει και η ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, που σε αυτό το ιδανικό σενάριο βλέπει σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης ακόμη και πάνω από 5% για πολλά χρόνια μπροστά.
Η άσκηση σε μια χώρα μαθημένη τα τελευταία χρόνια στην μιζέρια, την ύφεση ή σε χαμηλούς ρυθμούς, μπορεί να φαντάζει ουτοπική, ωστόσο παρόμοια σενάρια περιελάμβανε και η έκθεση Πισσαρίδη που είχε υποβληθεί τον Νοέμβριο του 2020 στον πρωθυπουργό.
Κατέληγε και εκείνη στο συμπέρασμα ότι μια σειρά από δομικές μεταρρυθμίσεις όπως στην παιδεία, το Ασφαλιστικό, το φορολογικό σύστημα, το Δημόσιο, είναι σε θέση περίπου να … διπλασιάσουν τον ετήσιο ρυθμό αύξησης της οικονομίας.
Και συγκεκριμένα από μια πρόβλεψη για μέσο ετήσιο ρυθμό 1,7% στην δεκαετία 2020-2030, να τον εκτινάξουν σε 3,5%, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα και ανέφεραν τον περασμένο Νοέμβριο σε άρθρο -παρέμβασή τους στο liberal, δύο από τους συντάκτες της έκθεσης Πισσαρίδη, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας και ο καθηγητής του London School of Economics Δημήτρης Βαγιανός. Σε μια παρόμοια εκτίμηση με την δική τους συγκλίνει και ο τωρινός υπολογισμός της ΤτΕ.
Γράφημα από το Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, 23 Νοερμβρίου 2020
Και πως μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης και η αναβάθμιση της εκπαίδευσης, θα αναρωτηθούν κάποιοι. Η απάντηση είναι βελτιώνοντας την παραγωγικότητα και αυξάνοντας την συμμετοχή στην αγορά εργασίας, όπου η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς ουραγούς.
Σε μια χώρα όπου 3,8 εκατομμύρια εργαζόμενοι καλούνται, με τις εισφορές τους να συντηρούν πληρώνοντας τις συντάξεις 2,2 εκατομμυρίων συνταξιούχων, είναι προφανές ότι το έργο δεν βγαίνει. Τεράστια τμήματα πληθυσμού, από τις γυναίκες και τους νέους βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας.
Για να ανατραπεί αυτή η εικόνα χρειάζεται διασύνδεση των πανεπιστημίων με την απασχόληση, αναβάθμιση της επαγγελματικής κατάρτισης, κίνητρα παραμονής των γυναικών στην αγορά, όπως μείωση των σε βάρος τους διακρίσεων, ανάπτυξη συστήματος προσχολικής αγωγής και άλλες παρεμβάσεις που περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης.
Όσο για την παραγωγικότητα, η λέξη «κλειδί» είναι επενδύσεις, που θα έρθουν μόνο αν γίνουν πολλές και γενναίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες με την σειρά τους χρειάζονται αρκετούς μεταρρυθμιστές υπουργούς.