Η Τουρκία κινείται για μια ακόμη φορά στην κόψη του ξυραφιού, στέλνοντας από προχθές αμφίσημα αλλά πάντως αρνητικά μηνύματα για το ενδεχόμενο ένταξης Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Αποδίδει τη στάση της στην υποστήριξη των δύο σκανδιναβικών κρατών στους “τρομοκράτες” Κούρδους και είναι βέβαιο ότι θα τις πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά είναι προφανές πως η Άγκυρα θα συμπεριλάβει την πιθανή της συναίνεση στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ.
Θα έχει ενδιαφέρον, πάντως, να δούμε αν θα επιμείνει σε αυτή τη θέση, εφόσον κληθεί το ΝΑΤΟ να αποφασίσει, κάτι που θα εξαρτηθεί και απ’ το αν θα διαφοροποιηθούν και αλλά κράτη-μέλη. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, έσπευσε να στηρίξει Φινλανδούς και Σουηδούς μέσω δήλωσης του κυρίου Δένδια.
Από εκεί και πέρα. στον πόλεμο στην Ουκρανία η συνοχή της Δύσης δοκιμάζεται, η Ρωσία δεν απομονώνεται όπως θα έπρεπε, η Τουρκία καιροφυλακτεί, ενώ οι ευρωπαϊκές οικονομίες κλονίζονται. Συνεπώς, η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον γίνεται σε μία πολύ κρίσιμη καμπή.
Αν και μοιάζουν ακλόνητες προς το παρόν, οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών ενδεχομένως στο μέλλον να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις, εξαιτίας του ότι η Ευρώπη πλήττεται πολύ περισσότερο από τον πόλεμο στην Ουκρανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αυτή τη συγκυρία, η επίσκεψη Μητσοτάκη αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Η Ελλάδα έχει κάνει την επιλογή, την οποία και στηρίζει, να στραφεί προς την Ουάσιγκτον και το Παρίσι. Η πρόσκληση προς τον Έλληνα πρωθυπουργό να μιλήσει ενώπιον του Κογκρέσου, όπως και η δεξίωση που θα πραγματοποιηθεί προς τιμήν του στον Λευκό Οίκο, δείχνει σημειολογικά αλλά και ουσιαστικά την αξία που αποδίδουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Ελλάδα σε αυτό το νέο τοπίο. Το κυριότερο είναι να εξεταστεί η πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, όχι μόνο από το πρίσμα της ελληνικής θωράκισης απέναντι στην Τουρκία, αλλά ευρύτερα στον τομέα της ενέργειας αλλά και της προσέλκυσης αμερικανικών επενδύσεων, όπως επίσης και να διερευνηθεί η επέκταση της συνεργασίας της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα.
Η αμοιβαία ωφέλεια με την αμερικανική παρουσία στην Αλεξανδρούπολη συμβαδίζει με την αναγνώριση της Ελλάδας ως στενού εταίρου στην περιοχή. Πρέπει να δούμε παρ’ όλα αυτά και κάτι ακόμα αυτό από την αμερικανική πλευρά, που θα στείλει ακόμα πιο ισχυρό μήνυμα στην Τουρκία.
Η ελληνική πλευρά προφανώς θα αναφερθεί σε όλα τα ζητήματα σχετικά με την Τουρκία, ειδικά στις πρόσφατες παραβιάσεις εναέριου χώρου, οι οποίες ναι μεν είναι συστηματικές αλλά τις προηγούμενες ημέρες ξεπέρασαν κάθε όριο. Είναι σημαντικό να αναδειχθεί η συμπεριφορά της Τουρκίας, που από τη μία προσπαθεί να προσεγγίσει χώρες-εταίρους των Αμερικανών με τις οποίες είχε διαρρήξει τις σχέσεις της και από την άλλη, η στάση της απέναντι στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία είναι ίδια και απαράλλακτη με το παρελθόν.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, προσπαθεί να κερδίσει την ανοχή των Αμερικανών, χωρίς να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις, διατηρώντας για παράδειγμα τους S-400 από τη Ρωσία, έστω και εν υπνώσει. Το πιο πρόσφατο επεισόδιο της έκφρασης αντίθεσης στην προοπτική ένταξής Σουηδίας και Φιλανδίας και τις διευκρινίσεις της έπειτα, καταδεικνύει πόσο διφορούμενη είναι η συμπεριφορά της απέναντι στο ΝΑΤΟ.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό προς τους Αμερικανούς είναι ότι η αλλαγή της αμερικανικής στάσης απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να γίνει με όρους. Δεν πρέπει η Ελλάδα να υποδείξει στις Ηνωμένες Πολιτείες τι πρέπει να κάνουν, αλλά μπορεί κάλλιστα να υπογραμμίσει ότι αν μία τέτοια αλλαγή στάσης δεν πραγματοποιηθεί υπό όρους θα δώσει προφανώς αέρα στα πανιά της Τουρκίας.
Όπως παρατηρούμε σήμερα, μετά τα γεγονότα στην Ουκρανία, όποτε η Άγκυρα αισθάνεται αυτοπεποίθηση, θα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την κάθε εξέλιξη, ακόμα και σε βάρος των ίδιων των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, σε μία λογική αυτονόμησης της από το δυτικό στρατόπεδο. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γίνει σαφές, πως η ευρύτερη διαπραγμάτευση για την αλλαγή υποδείγματος των σχέσεων Δύσης και Τουρκίας, χρειάζεται να περιλαμβάνει και τη συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα.
Εξίσου, η σχέση μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι στατική αλλά δυναμική. Δεν σημαίνει ότι παρά την ψήφιση της συμφωνίας που είναι πενταετούς διάρκειας δεν μπορούμε να διεκδικούμε συνεχώς νέα πράγματα. Όσο κι αν η συμφωνία για την Αλεξανδρούπολη είναι θετική για την Ελλάδα, το ισοζύγιο είναι ακόμα περισσότερο θετικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι σαφές ότι οι Αμερικάνοι βρίσκονται σε μια διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης από την Τουρκία, σε σχέση με επιχειρησιακά ζητήματα και όχι μόνο. Η σημερινή συγκυρία έπειτα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δείχνει παραστατικά τα όρια της σχέσης της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συζήτηση που γίνεται γι’ αυτό το ζήτημα είναι πολύ δύσκολη, αφορά ασφαλώς και επηρεάζει την ελληνική πλευρά.
Για παράδειγμα, το ενδεχόμενο αμερικανικής παρουσίας σε κάποιο άλλο ελληνικό νησί, πέραν της Κρήτης, συναντά έντονες αντιστάσεις και απομένει να φανεί πως θα το διαχειριστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει ασφαλώς την αξία του να συνεχιστεί η πίεση, από την ελληνική πλευρά προς την Ουάσιγκτον.
*O Κωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1