Σύμφωνα με την νέα έκθεση «Global Landscape of Renewable Energy Finance» που κυκλοφόρησαν ο Διεθνής Οργανισμός Ανανεώσιμων πηγών Ενέργειας-IRENA- και η Climate Policy Initiative- CPI- παρόλο που τα τελευταία πέντε χρόνια πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις της τάξης των 1,8 τρισ. δολαρίων σε ΑΠΕ, το ποσό αυτό δεν επαρκεί για να εξασφαλίσουμε τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα.
Οι παγκόσμιες επενδύσεις σε διάφορες τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πρέπει τουλάχιστον να τριπλασιαστούν, αν θέλουμε να παραμείνει στο κάδρο ο στόχος για συγκράτηση της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας έως 1,5 ° C. Αυτό μεταφράζεται σε 800 δισ. κατ’ελάχιστον ανά έτος σε πράσινες επενδύσεις εως το 2050.
Η IRENA λαμβάνοντας υπόψιν την άνευ προηγουμένου παγκόσμια ύφεση εξαιτίας της πανδημίας της Covid-19, επισημαίνει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν αποδειχθεί ανθεκτικές και ευέλικτες και αποτελούν την πολύτιμη ευκαιρία για την ευθυγράμμιση της οικονομικής ανάκαμψης με τους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης και του κλίματος.
Προτείνει λοιπόν στις κυβερνήσεις να τοποθετήσουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο επίκεντρο των σχεδίων τόνωσης ώστε ν’ αυξήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να ενισχύσουν τις εθνικές ενεργειακές στρατηγικές και να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις για το κλίμα βάσει της Συμφωνίας του Παρισιού.
Απαρραίτητη βέβαια προϋπόθεση είναι να μετατοπιστεί το ισοζύγιο των επενδύσεων του ενεργειακού τομέα. Παρά το γεγονός ότι ακούγονται εντυπωσιακά τα νούμερα των πράσινων επενδύσεων, ας μην ξεχνάμε ότι η ζυγαριά δεν γέρνει ακόμα υπέρ τους.
Το 2018, επενδύθηκαν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας 322 δισ. δολάρια, ενώ οι επενδύσεις στον τομέα των ορυκτών καυσίμων ανήλθαν σε 933 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 127 δισ. δολάρια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μετατόπιση του ισοζυγίου των επενδύσεων αυτών θα τονώσει πάνω από όλα την αγορά εργασίας, εξέλιξη δεσπόζουσας σημασίας λόγω της κρίσης της πανδημίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη των IRENA και CPI, αν κατά τη φάση της ανάκαμψης 2021-2023, οι κυβερνήσεις εξασφαλίσουν μέσες ετήσιες επενδύσεις ύψους 2 τρισ. δολαρίων σε ανανεώσιμες πηγές και άλλες τεχνολογίες που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εως 5,5 εκατομμύρια επιπλέον θέσεις εργασίας στον τομέα.
Αν οι μέσες ετήσιες επενδύσεις φτάσουν τα 4,5 τρισ. εως το 2030, τότε θα δημιουργηθούν 19 εκατομμύρια θέσεις εργασίας που σχετίζονται με τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια.
Οι στόχοι αυτοί βέβαια είναι ιδιαίτερα υψηλοί για αυτό και η μελέτη προτείνει ότι θα πρέπει οι κυβερνήσεις να τοποθετήσουν τις ανανεώσιμες πηγές στον πυρήνα των πακέτων των πράσινων κινήτρων, σηματοδοτώντας τη μακροπρόθεσμη δημόσια δέσμευση στον κλάδο, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών και προσελκύοντας επιπλέον ιδιωτικά κεφάλαια στον τομέα.
Στο πλάνο μπαίνουν και οι κεφαλαιαγορές, οι οποίες θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να ρίξουν βάρος στα πράσινα ομόλογα.
Η αρχή βέβαια όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα των ετήσιων εκδόσεων πράσινων ομολόγων ανά περιοχή για την περίοδο 2014-2019 έχει ήδη γίνει, αλλά προφανώς έπεται λαμπρή συνέχεια, ευρωπαϊκής ταυτότητας μάλιστα χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Ανάμεσα στους Ευρωπαίους εκπροσώπους της πράσινης ενέργειας αναμένεται να φιγουράρουν και ελληνικά ονόματα του κλάδου, όπως ο leader της πράσινης ενέργειας στην Ελλάδα, ο όμιλος της Τερνα Ενεργειακής αλλά και ο ταχύτατα ανερχόμενος στον κλάδο με έμφαση στα φωτοβολταϊκά, όμιλος του Μυτιληναίου κ.α.
Κερδίζει έδαφος με επενδύσεις- μαμουθ το πράσινο υδρογόνο
Η ηλιακή και η χερσαία αιολική ενέργεια εδραίωσαν την κυριαρχία τους στο χρηματοοικονομικό τοπίο το 2013-2018, προσελκύοντας αντίστοιχα το 46% και το 29% των παγκόσμιων επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως κερδίζουν συνεχώς έδαφος και άλλες εναλλακτικές.
Υπενθυμίζουμε ότι οι Βρυξέλλες έχουν προχωρήσει σε πρόγραμμα επενδύσεων ύψους εως 470 δισ. ευρώ και διάρκειας τριάντα ετών με την παροχή κινήτρων, με στόχο την παραγωγή πράσινου υδρογόνου.
Αρχικός στόχος είναι η παραγωγή ενός εκατομμυρίου τόνων πράσινου υδρογόνου έως το 2024 και δέκα εκατομμυρίων τόνων έως το 2030
Να υπενθυμίσουμε ότι ο βιομηχανικός κλάδος χρησιμοποιεί σήμερα μεγάλες ποσότητες υδρογόνου, το οποίο όμως παράγεται κυρίως από το φυσικό αέριο( «γκρι» υδρογόνο).Το υδρογόνο το οποίο παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, είναι το λεγόμενο «πράσινο υδρογόνο». Πιο συγκεκριμένα, παράγεται μέσω ηλεκτρόλυσης από την ενέργεια των φωτοβολταϊκών που χάνεται, είτε διότι δεν απορροφάται από το δίκτυο, είτε διότι η ζήτηση τις ώρες που παράγεται είναι χαμηλή.
Αν καταφέρουμε η βιομηχανία να αντικαταστήσει το υδρογόνο που χρησιμοποιεί σήμερα με το πράσινο υδρογόνο, τότε θα έχουμε συμβάλλει καθοριστικά στην προσπάθεια για την απαλλαγή του πλανήτη από τις εκπομπές του άνθρακα. Το πράσινο υδρογόνο λοιπόν προσφέρει μια από τις μεγαλύτερες δυνατότητες για την απανθρακοποίηση σημαντικών τομέων, όπως ο χάλυβας, το τσιμέντο και οι βαριές μεταφορές, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το πράσινο υδρογόνο αποτελεί βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού «Green Deal», ήτοι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 50-55% έως το 2030, με απώτερο σκοπό έως το 2050 η ΕΕ να έχει καταστεί κλιματικά ουδέτερη.
Οι χώρες ορόσημο
Το γερμανικό υπουργικό συμβούλιο ήταν από τα πρώτα θεσμικά όργανα που δεσμεύτηκε να επενδύσει 9 δισ. ευρώ σε τεχνολογία υδρογόνου, σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει τον άνθρακα και να μειώσει τις εκπομπές CO2. Η κυβέρνηση έχει στόχο ικανότητα ηλεκτρόλυσης 5.000 MW έως το 2030 και άλλα 5.000 MW έως το 2040 για την παραγωγή καυσίμου υδρογόνου.
Η Γερμανία όμως δεν είναι η μόνη χώρα που προχωράει με ταχείς ρυθμούς στη νέα αυτή αγορά. Αυτή τη στιγμή υπολογίζεται ότι παγκοσμίως υπάρχουν πλάνα για επενδύσεις ύψους 11 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη αιολικών και ηλιακών έργων που στοχεύουν στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου.
Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα σχέδια για ένα μεγάλο έργο στο Ασιατικό Κέντρο Ανανεώσιμης Ενέργειας -AREH- που θα επιταχύνει την ανάπτυξη αιολικής και ηλιακής ενέργειας 15.000 MW για την παραγωγή υδρογόνου και αμμωνίας και την εξαγωγή του στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Υπάρχουν μάλιστα σχέδια επέκτασης εώς 26.000 MW, καθιστώντας το έργο αυτό το μεγαλύτερο στο είδος του.
Η πρώτη φάση του έργου στοχεύει στην άμεση ανάμειξη του υδρογόνου με φυσικό αέριο λόγω των δυσκολιών που υπάρχουν προς το παρόν στη μεταφορά του ακατέργαστου υδρογόνου. Στην ουσία η AREH θα μιμηθεί το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ήταν μια από τις πρώτες χώρες που εφάρμοσε με επιτυχία την έγχυση υδρογόνου στο δίκτυο, αναμειγνύοντας ουσιαστικά το αέριο υδρογόνο με το φυσικό αέριο σε αναλογία 1: 4.
Ένα μείγμα όγκου 20%-25% επιτρέπει στους καταναλωτές να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις υπάρχουσες συσκευές φυσικού αερίου χωρίς να χρειάζονται σημαντικές προσαρμογές.
Η γνωστή από το αφιέρωμα μας τον Σεπτέμβριο στο πράσινο υδρονόνο, ITM Power, εκτιμά ότι ένα μείγμα φυσικού αερίου / υδρογόνου παρόμοιων διαστάσεων σε ολόκληρη τη χώρα, θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και 6 εκατομμύρια τόνους εκπομπών CO2 κάθε χρόνο. Η Αυστραλία σχεδιάζει να ολοκληρώσει αυτήν τη φάση της πράσινης στρατηγικής υδρογόνου σε μόλις δύο χρόνια.
Υπάρχει όμως και συνέχεια.
Η Εφοδιαστική Αλυσίδα Υδρογόνου –HESC- είναι ένα κοινό έργο της Ιαπωνίας και Αυστραλίας, προκειμένου ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών υδρογόνου της Αυστραλίας να κατευθυνθεί προς την Ιαπωνία, μιας και το ορεινό έδαφος και η ακραία σεισμική δραστηριότητα της χώρας δεν της επιτρέπουν την «κατ’οίκον» παραγωγή.
Περισσότερες πληροφορίες για την τεχνολογία του πράσινου υδρογόνου και τις εταιρείες που ήδη έχουν πάρει θέση στην αγορά μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
* Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμια περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλάμβανονται ως τέτοιες.