Αυξημένη αισιοδοξία για τις οικονομικές προοπτικές των εταιρειών τους, μέσα στους επόμενους 6 μήνες, καταγράφεται από το 56% των CFOs στην Ελλάδα, σύμφωνα με όσα αναφέρει η νέα Πανευρωπαϊκή Έρευνα της Deloitte European CFO Survey Autumn 2019 με τη συμμετοχή 1.371 Οικονομικών Διευθυντών από 19 χώρες της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, οι 14 από τις 19 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα προβλέπουν μείωση του θετικού πρόσημου στα έσοδά τους. Αντίθετα, η Ελλάδα, με συμμετοχή 3% στο δείγμα, κατέκτησε την 1η θέση μεταξύ των μοναδικών 5 χωρών που αντιμετωπίζουν θετικά την αναπτυξιακή πορεία τους.
Σύμφωνα με την έρευνα της Deloitte, οι Έλληνες CFOs σημείωσαν ως κύριους λόγους δημιουργίας αβεβαιότητας για τις επιχειρήσεις τους την οικονομική ανάπτυξη, το γεωπολιτικό ρίσκο που αντιμετωπίζει η χώρα, το ρυθμιστικό πλαίσιο και τη μειωμένη ζήτηση σε εισαγωγές και εξαγωγές. Για τους Ευρωπαίους CFOs οι βασικοί λόγοι ενίσχυσης του γενικού αισθήματος απαισιοδοξίας, το οποίο άγγιξε πάνω από το ένα τρίτο (36%) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, είναι οι διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο και η αυξημένη αβεβαιότητα σε διάφορα επίπεδα.
Σύμφωνα με τη δέκατη έκδοση της ευρωπαϊκής έρευνας CFO της Deloitte, το ποσοστό αυτό διπλασιάστηκε σε σχέση με την πρώτη έρευνα που είχε πραγματοποιηθεί την άνοιξη του 2015, όταν ο αριθμός ήταν 18%. Την ίδια στιγμή, η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην Ελλάδα, με το 62% των ερωτηθέντων CFOs να επιβεβαιώνουν την υψηλή εξωτερική χρηματοοικονομική αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις τους.
O κύριος Παναγιώτης Χορμοβίτης, Financial Advisory Services Partner της Deloitte σχολίασε χαρακτηριστικά: «Στην Ελλάδα, μετά από μία μακρά περίοδο ύφεσης, αρχίζουμε και βλέπουμε το μέλλον ξανά με αισιοδοξία. Έχοντας υψηλές απαιτήσεις, οι CFOs της Ελλάδας σημειώνουν την αισιοδοξία τους για τις οικονομικές προοπτικές που θα συμβάλλουν και στην ευρύτερη άνθιση της χώρας μας. Με σταθερό στρατηγικό σχέδιο, συνεχή βελτιστοποίηση καθώς και αξιοποίηση του ταλαντούχου ανθρώπινου δυναμικού, διαφοροποιούμαστε από την τάση απαισιοδοξίας που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και με ρεαλισμό προχωράμε μπροστά».
Αξιοσημείωτο είναι ότι η αρνητική προσέγγιση επικεντρώνεται σε βιομηχανίες με εξαγωγικό προσανατολισμό, που αποτελούν μέρος της παγκόσμιας αξιακής αλυσίδας. Στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, της παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών, των μεταφορών και του ανεφοδιασμού, το σύνολο των CFOs εμφανίζονται πιο απαισιόδοξοι από τους ομολόγους τους σε άλλους κλάδους, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας.
Παράλληλα, η διάθεση για επιχειρηματικό ρίσκο συνεχίζει να μειώνεται, με το 18% μόνο των CFOs να πιστεύουν ότι είναι καλή περίοδος για ανάληψη ρίσκων, ποσοστό που αποτελεί το χαμηλότερο που έχει σημειωθεί από το 2015. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, με το 69% των CFOs να είναι αρνητικοί σε πιθανή λήψη ρίσκων στην τρέχουσα περίοδο. Ως λόγοι για την πτώση θεωρούνται η συνεχής άνοδος της οικονομικής αβεβαιότητας στις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά και η αστάθεια στο παγκόσμιο εμπόριο.
Επιπλέον, είναι η πρώτη φορά που οι περισσότεροι CFOs θεωρούν ότι τα οικονομικά περιθώριά των εταιρειών θα σημειώσουν υποχώρηση τον επόμενο χρόνο με την Ελλάδα να συμφωνεί σε ποσοστό 26%, σε αντίθεση με τις προσδοκίες σε έσοδα που παραμένουν σε θετικά επίπεδα με ποσοστό 49% και με τους Έλληνες CFOs να κατακτούν τη δεύτερη θέση σε αισιοδοξία σχετικά με την επικείμενη κερδοφορία τους επόμενους 12 μήνες, σε ποσοστό 74%. Μόνη εξαίρεση ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας στο σύνολο των χωρών, όπου κυριαρχεί η πεποίθηση ότι θα μειωθούν τα έσοδα σε ποσοστό 60%.
Σημαντικό θεωρείται ότι σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους υπάρχει ισχυρή αρνητική συσχέτιση μεταξύ του επιχειρηματικού κλίματος και του μεγέθους της επιχείρησης (με βάση τα ετήσια έσοδα). Με απλά λόγια, όσο μεγαλύτερο το μέγεθος της εταιρείας, τόσο πιθανότερη η επιδείνωση του κλίματος, καθώς οι εταιρείες με εξαγωγικό προσανατολισμό επηρεάζονται περισσότερο από την ύφεση του εμπορίου.
Η μείωση της οικονομικής προοπτικής σε αύξηση κεφαλαίων, από 36% την άνοιξη, σε 27% άγγιξε και τις προοπτικές προσλήψεων και επενδύσεων, ενώ η εξασθένιση της ζήτησης αποτελεί βασικό θέμα προς συζήτηση μεταξύ των CFOs της Ευρώπης. Το 32% σχεδιάζει να μειώσει τον αριθμό των εργαζομένων (από 29% την άνοιξη του 2019), ενώ το 27% σχεδιάζει αύξηση (από το 32% την άνοιξη του 2019). Η έλλειψη σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό εξακολουθεί να δημιουργεί ανησυχία, αλλά σε μικρότερο ποσοστό σε σχέση με άλλους κινδύνους, που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, με προσδοκώμενο πληθωρισμό 1,23%, το 41% των CFOs πιστεύουν ότι θα αυξηθούν οι προσλήψεις σε εργαζομένους σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαίους ομολόγους τους, μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Τέλος, στο σύνολο των χωρών αυξάνεται η πίεση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ιδιαίτερα, οι μεγάλοι σε μέγεθος οργανισμοί έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τους πελάτες και τους καταναλωτές τους σε ποσοστό 51%, αλλά και τους ίδιους τους εργαζόμενους (47%), ώστε να στραφούν σε βέλτιστες πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης, αύξησης της ενεργειακής απόδοσης και αξιοποίησης μεθόδων φιλικών προς το περιβάλλον. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα οι Έλληνες καταναλωτές εμφανίζονται ελαστικοί προς τις εταιρείες, σε ποσοστό 64%, ενώ σε επίπεδο πίεσης από τους ανταγωνιστές το ποσοστό είναι μόνο 23%. Πιο ενεργοί εμφανίζονται η κυβέρνηση και οι ρυθμιστικές αρχές, σε ποσοστό 51% σε θέματα αντιστροφής του αρνητικού κλίματος.
Μόνο το 15% των Ελλήνων CFOs, επιβεβαίωσε ότι για το επίπεδο εκπομπών είναι συντονισμένοι με τη συμφωνία του Παρισίου, ενώ το 21% έχουν θέσει στόχους μείωσης των εκπομπών με δικά τους κριτήρια.
Στην Ελλάδα, στρατηγικές προτεραιότητες για τους επόμενους μήνες αποτελούν η οργανική ενίσχυση, η επέκταση σε υπάρχουσες αγορές, η αύξηση σε ροή κεφαλαίων και η ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών.
Διαβάστε αναλυτικά τα αποτελέσματα της έρευνας «Deloitte CFO Survey Autumn 2019» εδώ.