Του Γιώργου Φιντικάκη
Δεν είναι μόνο ότι η ανάκαμψη αποδεικνύεται ρηχή, ότι η θεωρία του ελατηρίου διαψεύστηκε ή ότι είμαστε αποκλεισμένοι από τις αγορές, αλλά και ότι μαζί με αυτά, το μαύρο χρήμα γνωρίζει έξαρση.
Χιλιάδες επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες, στρέφονται με αυξανόμενους ρυθμούς στη μαύρη οικονομία, αφού πλέον η επιχειρηματική τους δραστηριότητα δεν παράγει αξία, παρά φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές.
Τραβώντας τη κουρτίνα των αριθμών, βλέπει κανείς ότι ο παράγοντας που καθιστά διεθνώς ανταγωνιστική μια οικονομία, δηλαδή η παραγωγικότητα, συνεχίζει να μειώνεται στην Ελλάδα της κρίσης, αφού οι φόροι είναι πιο υψηλοί από την ίδια την αξία του προϊόντος.
«Τα στοιχεία για την ιδιωτική οικονομία είναι ανησυχητικά, καθώς δείχνουν μια αυξανόμενη ροπή στην παραοικονομία. Στα χρόνια της κρίσης, μεταξύ 2008-2017, εξαϋλώθηκε το 38% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας, όταν το ΑΕΠ βούτηξε περίπου κατά 28%. Τι απέγινε αυτό το 10%, που μεταφράζεται σε περίπου 20 δισ. ευρώ ;», διερωτάται μιλώντας στο liberal.gr ο Αλέξανδρος Κρητικός, διευθυντής ερευνών του γερμανικού ινστιτούτου DIW, που βρέθηκε προχθές στην Αθήνα, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το προσκείμενο στο Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας (CSU), Ιδρυμα Χανς Ζάιντελ.
«Η ερμηνεία μου», όπως λέει, «είναι ότι μέρος αυτών των 20 δισ ευρώ έγινε μαύρο χρήμα από επαγγελματίες και επιχειρήσεις που βλέπουν ως μόνη διέξοδο τη παραοικονομία, σε μια χώρα όπου φόροι και ασφαλιστικές εισφορές είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη».
Σε μια στιγμή όπου η κυβέρνηση επαίρεται για τα επιτεύγματα της στην ανάπτυξη, χιλιάδες επαγγελματίες και μικρές επιχειρήσεις μετακινούνται μαζικά στην παραοικονομία που θεριεύει ξανά. Είναι φυσικό επακόλουθο, όταν ένας μικρομεσαίος επιβιώνει σήμερα με μόλις 23 σεντς για κάθε 1 ευρώ που κερδίζει, δίχως να συνυπολογίζει κανείς τους φόρους κατανάλωσης.
Στις μεν μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία επέστρεψε το 2017 στο 80% των επιπέδων προ κρίσης, όπως λέει ο διευθυντής ερευνών του DIW, αλλά στις μικρομεσαίες συνέβη κάτι δραματικό. «Κατάφεραν να καλύψουν μόνο ένα 40%-55% της συνολικής απώλειας. Το υπόλοιπο 40%-60% χάθηκε, ποσοστό απίστευτο, οπότε είτε έπαψαν να παράγουν αφού λόγω της υψηλής φορολογίας δεν συμφέρει να έχει κανείς στην Ελλάδα επιχείρηση, είτε πέρασαν στη παραοικονομία», όπως ο ίδιος εξηγεί.
Στη κυβέρνηση παρουσιάζουν την υπερφορολόγηση και τις εισφορές, λίγο πολύ ως αναγκαίο κακό, για να μοιράσουν κοινωνικό μέρισμα. Ανακοινώνουν μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά δε λένε ότι συγκριτικά με όσα πλήρωνε κάποιος πριν το νόμο του 2017, η μείωση είναι ελάχιστη. Τάζουν ελάφρυνση στους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά μόνο ελάφρυνση δεν είναι ένας ελεύθερος επαγγελματίας που πριν το 2017 πλήρωνε εισφορές 4.500-5.000 ευρώ το χρόνο, να καλείται σήμερα να καταβάλει 12-14.000 ευρώ.
Οι πολιτικοί στην Ελλάδα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχει ένα ταβάνι αντοχής των φόρων. «Αν η κυβέρνηση θέλει να εντατικοποιήσει τους ελέγχους κατά της φοροδιαφυγής, πρέπει πρώτα να μειώσει 50% τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές», δηλώνει ο κ. Κρητικός. Σε αυτό μάλιστα το σενάριο, ο ίδιος είναι βέβαιος ότι και τα συνολικά έσοδα από φόρους στην Ελλάδα θα παραμείνουν τα ίδια με τα σημερινά, ενώ ο ιδιωτικός τομέας θα βρεθεί σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Διαφορετικά το «κυνήγι κατά της φοροδιαφυγής», απλά θα οδηγήσει ακόμη περισσότερους στη μαύρη οικονομία, δίνοντας κίνητρο και σε άλλους ανθρώπους να αποχωρήσουν από τη χώρα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όποιος τάζει ανάπτυξη, χωρίς σημαντική μείωση φόρων και εισφορών, απλά μας εξαπατά. Δεν θα έχουμε καμία δικαιολογία αν τον πιστέψουμε ξανά.