Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τις μεγάλες προσδοκίες που δημιουργεί η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα και την εντυπωσιακή βελτίωση του επενδυτικού κλίματος μετά τις εκλογές επιβεβαιώνει σε έκθεσή της, η Alpha Bank, εκτιμώντας παράλληλα ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα μπορούσαν να μειωθούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, στην περίπτωση που επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και μειωθεί περαιτέρω το κόστος δανεισμού.
Στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, η Alpha Bank αναλύει τους εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και στην επιταχυνόμενη σύγκλιση με τα υπόλοιπα ομόλογα της Ευρωζώνης, δίνοντας έμφαση στις προσδοκίες για αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που δημιουργεί η πολιτική αλλαγή στη χώρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το τμήμα αναλύσεων της τράπεζας, το ελληνικό 10ετές αναδείχθηκε πρωταθλητής όσον αφορά την πτώση της απόδοσης από την αρχή του 2019 έως τις 10 Ιουλίου, καταγράφοντας «βουτιά» 212,8 μονάδων βάσης, όταν το πορτογαλικό υποχώρησε κατά 117,5 μ.β., το ιταλικό μειώθηκε κατά 97,4 μ.β. και το γερμανικό κατά 53,3 μ.β.
Η βελτίωση της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού συνδέεται με την προσδοκία ότι το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να μεταβάλλει ορισμένα σημαντικά στοιχεία του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής, σημειώνει η Alpha Bank.
Πρώτον, τον αναπροσανατολισμό του μίγματος πολιτικής στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δηλαδή της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις και την ακίνητη περιουσία και την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων μέσω του εξορθολογισμού των δαπανών και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, ενισχύοντας έτσι τα κίνητρα για την αύξηση της επενδυτικής δαπάνης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Δεύτερον, την εκλογίκευση της κλίμακας της δημοσιονομικής πειθαρχίας μέσω της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα με τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών. Το τελευταίο προϋποθέτει επίσης την πλήρη ανάληψη της «ιδιοκτησίας» του μεταρρυθμιστικού πλαισίου και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων στη μεταμνημονιακή εποπτεία.
Η πολιτική σταθερότητα, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, αποτελούν τους βασικούς καταλύτες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα όπως η μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η περαιτέρω ενίσχυση της ρευστότητας και η ανάκαμψη της οργανικής κερδοφορίας, έτσι ώστε οι τράπεζες να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο, δηλαδή να διοχετεύουν τους αποταμιευτικούς πόρους στα πιο αποδοτικά επενδυτικά σχέδια.
Τα δημοσιονομικά μέτρα που ψηφίστηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση αναμένεται, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Enhanced Surveillance Report, June 2019), να έχουν για το 2019 δημοσιονομικό κόστος άνω του 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Επιπροσθέτως, όπως αποτυπώνεται και στο Γράφημα 4, η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη έκθεσή της (Νομισματική Πολιτική 2018-2019), εκτιμά ότι, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, το πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ. Η εκτίμηση αυτή θέτει εν αμφιβόλω την επίτευξη του τεθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ, καθώς και το σχεδιασμό για μείωση της φορολογίας, ιδιαίτερα προς τις επιχειρήσεις.
Η αδυναμία επίτευξης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος ενδέχεται να οδηγήσει σε εκτροχιασμό τη συνθήκη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Ωστόσο, η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, σε συνδυασμό με χαμηλά επιτόκια δανεισμού, μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, επιτρέποντας τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Όσον αφορά τους εξωγενείς παράγοντες που καθιστούν ευνοϊκό το κλίμα για τα ελληνικά ομόλογα η τράπεζα επισημαίνει τις δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο νέου QE, την επιλογή της Κριστίν Λαγκάρντ για την ΕΚΤ αλλά και το γεγονός ότι η Ιταλία απέφυγε τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.