Τον υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσίασε για το πρώτο εξάμηνο η χώρα μας, σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που καταρτίζει ο τομέας οικονομικών μελετών της Alpha Bank. Η τάση αυτή θα συνεχίσει και στα επόμενα τρίμηνα με ταχύτερο ρυθμό, επισημαίνουν οι αναλυτές της Alpha Bank.
Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,2%, επιδεικνύοντας ανθεκτικότητα τόσο το πρώτο (2,1%), όσο και το δεύτερο τρίμηνο του έτους (2,3%). Παράλληλα, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Alpha Bank ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα, το πρώτο εξάμηνο, ήταν υπερτριπλάσιος από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (0,7%), γεγονός που συνάδει με τον έντονα θετικό Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (ESI) στη χώρα μας, ο οποίος κινείται σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό δείκτη (Αύγουστος 2024: 106,3 έναντι 96,9 μονάδων).
Η οικονομική μεγέθυνση το πρώτο εξάμηνο στηρίχθηκε στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επενδύσεις και στην υψηλή συμβολή των αποθεμάτων. Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας αντιπροσωπεύοντας το 70% του ΑΕΠ, έλαβε ώθηση από τη συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης (α’ εξάμηνο: 1,8%), τη σημαντική άνοδο των τουριστικών εισπράξεων (α’ εξάμηνο: 12,2%) και την ενίσχυση των εισοδημάτων σε συνδυασμό με την επιβράδυνση του πληθωρισμού. Παράλληλα, οι επενδύσεις συνέχισαν να κινούνται ανοδικά, με ήπιο ωστόσο ρυθμό.
Η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να μεγεθύνεται τα επόμενα τρίμηνα με ταχύτερο ρυθμό έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όπως προκύπτει και από την πορεία του δείκτη ESI, ο οποίος αποτελεί πρόδρομο δείκτη της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το ΑΕΠ της χώρας αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,2% το 2024 και 2,5% το 2025. Τα πρόσφατα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όπως ενδεικτικά είναι οι αυξήσεις μισθών και συντάξεων, οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού και του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, καθώς και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1%, αναμένεται να στηρίξουν την καταναλωτική δαπάνη, ενώ η χορήγηση της «Golden Visa» για κεφάλαια που θα εισάγονται για τη χρηματοδότηση startup εταιρειών με τουλάχιστον Ευρώ 250 χιλ. δύναται να συμβάλλει στην περαιτέρω ώθηση της επενδυτικής δραστηριότητας.
Αύξηση σε ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις - Μείωση στις εξαγωγές
Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 2% το πρώτο εξάμηνο του 2024, συνεισφέροντας 1,4 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στην αύξηση του ΑΕΠ (Γράφημα 1). Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε κατά 4,4%, ως απόρροια του περιορισμού των δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, με αποτέλεσμα να έχει αρνητική συνεισφορά ίση με 0,9 π.μ.
Παράλληλα, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 3,5%, σε ετήσια βάση, το πρώτο εξάμηνο, συνεισφέροντας 0,5 π.μ. στην άνοδο του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι παρά την αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στο αναπτυξιακό μείγμα που καταγράφεται -κυρίως- την τελευταία τριετία, υπερβαίνοντας το 13%, τα ποσοστά υπολείπονται σημαντικά σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση (2007: 26%) αλλά και με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (α΄ εξάμηνο 2024: 21%). Αναφορικά με τις επιμέρους κατηγορίες των επενδύσεων, οι μεγαλύτερες αυξήσεις, το πρώτο εξάμηνο του 2024, καταγράφηκαν στις επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό (10,6%) και μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό (8,2%), ενώ ακολούθησαν οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές εκτός κατοικιών (4,9%) και οι λοιπές επενδύσεις (0,3%). Αντίθετα, οι επενδύσεις σε κατοικίες μειώθηκαν κατά 10,5% σε ετήσια βάση, έχοντας, ωστόσο, σημειώσει εντυπωσιακή άνοδο κατά 47,1% το πρώτο εξάμηνο του 2023. Όσον αφορά στα αποθέματα, σημείωσαν μεγάλη αύξηση το πρώτο εξάμηνο του έτους, με αποτέλεσμα να έχουν τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ, ίση με 4,3 π.μ.
Τέλος, οι καθαρές εξαγωγές είχαν σημαντικά αρνητική συνεισφορά (3,1 ποσοστιαίες μονάδες) στη μεταβολή του ΑΕΠ του πρώτου εξαμήνου. Αυτό οφείλεται τόσο στην ετήσια άνοδο των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (6,4%), όσο και στη μείωση των αντίστοιχων εξαγωγών (-0,9%). Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές των αγαθών αυξήθηκαν κατά 6,5% και οι αντίστοιχες των υπηρεσιών κατά 5,6%, ενώ οι εξαγωγές των αγαθών μειώθηκαν κατά 3,4% και οι αντίστοιχες των υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,6%. Ωστόσο, η πτώση των εξαγωγών αγαθών και ως εκ τούτου των συνολικών εξαγωγών οφείλεται μερικώς σε αποτελέσματα βάσης (base effects), καθώς είχαν αυξηθεί σημαντικά, τόσο το πρώτο εξάμηνο του 2023 (5,5%), όσο και το ίδιο διάστημα του 2022 (4,8%).