Οι οικονομικές αρχές των ΗΠΑ ξεκίνησαν έρευνα για τη Raiffeisen Bank International και τις σχέσεις της με τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να αυξηθεί ο έλεγχος στην αυστριακή τράπεζα που διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη ρωσική οικονομία.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Reuters, η τράπεζα δήλωσε ότι είχε λάβει αίτημα από το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ τον Ιανουάριο για να «αποσαφηνίσει τις επιχειρήσεις πληρωμών και τις σχετικές διαδικασίες που διατηρεί η RBI υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων που σχετίζονται με τη Ρωσία και την Ουκρανία».
Η OFAC είχε ζητήσει από τη Raiffeisen λεπτομέρειες σχετικά με την έκθεσή της στη Ρωσία, το μερικώς κατεχόμενο Ντονμπάς, την Ουκρανία και τη Συρία, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών και της δραστηριότητας συγκεκριμένων πελατών, δήλωσε πηγή στο Reuters.
Η αμερικανική υπηρεσία είχε ζητήσει απάντηση έως τον Φεβρουάριο, δήλωσε η πηγή, προσθέτοντας ότι οι δικηγόροι της Raiffeisen διαπραγματεύτηκαν παράταση, δεσμευόμενοι να απαντήσουν στις ερωτήσεις σε τρεις δόσεις και οι οποίες θα αποσταλούν στις αρχές Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου.
Εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η Raiffeisen σε ανακοίνωσή της έκανε γνωστό πως συνεργάζεται πλήρως με την OFAC και ότι κατανοεί ότι το αίτημα δεν προκλήθηκε από συγκεκριμένη συναλλαγή ή επιχείρηση. Όπως επισημαίνει, διαθέτει διαδικασίες που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις κυρώσεις.
Εκπρόσωπος της τράπεζας δήλωσε ότι είναι «βέβαιο ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στην OFAC θα ικανοποιήσουν το αίτημά της», προσθέτοντας ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν ήταν «γενικής φύσης».
Η Raiffeisen δεν έχει υποστεί κυρώσεις στο παρελθόν, αλλά το αίτημα παροχής πληροφοριών του Ιανουαρίου ανησυχεί τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές ρυθμιστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της τράπεζας, λόγω του ενδεχόμενου ότι θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε κυρώσεις κατά της αυστριακής τράπεζας, όπως δήλωσαν δύο άτομα με άμεση γνώση του θέματος.
Η Raiffeisen είναι βαθιά ενσωματωμένη στο ρωσικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και είναι μία από τις δύο μόνο ξένες τράπεζες στον κατάλογο της ρωσικής κεντρικής τράπεζας με τα 13 «συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα», υπογραμμίζοντας τη σημασία της για τη ρωσική οικονομία, η οποία αντιμετωπίζει σαρωτικές δυτικές κυρώσεις.
Ως η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Αυστρίας, στηρίζει επίσης μεγάλο μέρος της οικονομίας της χώρας αυτής, ενώ έχει εκτεταμένες δραστηριότητες στην ανατολική Ευρώπη. Αυστριακός αξιωματούχος δήλωσε ότι οι αυστριακές αρχές παρακολουθούν στενά την κατάσταση στη Raiffeisen και τις δραστηριότητές της στη Ρωσία λόγω της σημασίας της τράπεζας.
Σχεδόν ένα χρόνο αφότου η Μόσχα ξεκίνησε αυτό που αποκαλεί «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία, η Raiffeisen συγκαταλέγεται στις ελάχιστες ευρωπαϊκές τράπεζες που παραμένουν στη Ρωσία.
Όμως έχει αντιμετωπίσει επικρίσεις, μεταξύ άλλων από επενδυτές, για την απόφασή της να συνεχίσει να συνεργάζεται με τη Μόσχα. Η τράπεζα έχει υπερασπιστεί τη θέση της, λέγοντας ότι η έκθεσή της στη Ρωσία είναι περιορισμένη.
Η Raiffeisen είχε καθαρά κέρδη περίπου 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ πέρυσι, χάρη σε μεγάλο βαθμό σε κέρδη 2 δισ. ευρώ και πλέον από τις δραστηριότητές της στη Ρωσία. Στο μεταξύ, οι Ρώσοι αποταμιευτές έχουν καταθέσει περισσότερα από 20 δισ. ευρώ στην τράπεζα.
Αμερικανικές κυρώσεις
Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών επιβάλλει κυρώσεις και μπορεί να τιμωρεί όσους τις παραβιάζουν. Το πιο επιθετικό εργαλείο επιβολής κυρώσεων δεσμεύει αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία και αποκλείει τις τράπεζες από την πρόσβαση σε αμερικανικά δολάρια, ζωτικής σημασίας για το διεθνές εμπόριο και τη χρηματοδότηση.
Το πιο σκληρό εργαλείο επιβολής κυρώσεων στο οπλοστάσιο της OFAC, γνωστό ως κατάλογος SDN, δεσμεύει περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στις ΗΠΑ και απαγορεύει στις αμερικανικές εταιρείες ή σε πολίτες να συναλλάσσονται με τους καταγεγραμμένους στον κατάλογο, παγώνοντας μια τράπεζα ή ένα άτομο από όλες τις πληρωμές σε δολάρια.
Αυτό παρέχει στις ΗΠΑ επιρροή πολύ πέρα από τις ακτές τους για την επιβολή των κυρώσεών τους. Εναλλακτικά, η OFAC μπορεί επίσης να καταφύγει σε λιγότερο αυστηρά μέτρα, όπως η επιβολή προστίμων και η αποστολή προειδοποιητικών επιστολών για παραβιάσεις των κυρώσεων.
Δύο πρώην αξιωματούχοι των ΗΠΑ, που ζήτησαν να μην κατονομαστούν, δήλωσαν ωστόσο ότι η Ουάσινγκτον είναι συνήθως απρόθυμη να λάβει τέτοια δρακόντεια μέτρα.
Ο Βίκτορ Βίνκλερ, Γερμανός δικηγόρος για τις κυρώσεις, αρνήθηκε να κάνει συγκεκριμένες παρατηρήσεις σχετικά με τη Raiffeisen, αλλά δήλωσε ότι είναι σύνηθες για την OFAC να ζητά πληροφορίες από τις τράπεζες και ότι αυτό δεν οδηγεί αυτόματα σε κυρώσεις.
Η OFAC έχει επιβάλει κυρώσεις σε πέντε μεγάλες ρωσικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της κρατικά υποστηριζόμενης Sberbank στο πλαίσιο της απάντησης στην εισβολή της χώρας αυτής στην Ουκρανία, καθώς και σε Ρώσους ολιγάρχες.
Λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ απέκοψαν την Sberbank από την επεξεργασία πληρωμών μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ. Ο ευρωπαϊκός βραχίονας της, με έδρα τη Βιέννη, έκλεισε λίγο αργότερα.
Η Sberbank είχε δηλώσει προηγουμένως ότι οι νέες κυρώσεις δεν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις δραστηριότητές της.
Το 2018, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στην ABLV Bank της Λετονίας, λόγω ανησυχιών για παράνομη δραστηριότητα που συνδεόταν σε μεγάλο βαθμό με τη Ρωσία, με αποτέλεσμα η τράπεζα να διαλυθεί γρήγορα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Raiffeisen, Γιόχαν Στρομπλ, είχε δηλώσει στους μετόχους τον Μάρτιο ότι εξετάζει τις επιλογές για τη ρωσική επιχείρηση, αλλά η κατάληξη σε κάποιο συμπέρασμα θα πάρει αρκετό χρόνο, επειδή η τράπεζα δεν είναι «ένα περίπτερο λουκάνικου», που θα μπορούσε να κλείσει εν μία νυκτί.