Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μία ακόμη μεγάλη κρίση τιμών ενέργειας (μετά από αρκετές δεκαετίες), και ενδέχεται να μην υπάρξει επιστροφή σε χαμηλότερες τιμές στο βραχυπρόθεσμο μέλλον. Η τελευταία κινητήρια δύναμη που ωθεί την Ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά σε πρωτοφανείς αλλαγές είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία, αυτός όμως απλώς επιτάχυνε τον μετασχηματισμό του τομέα ο οποίος ήταν ήδη σε εξέλιξη.
Η υψηλή φορολογία (εκπομπές ρύπων/φόρος καυσίμων στην κατανάλωση) με στόχο τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, το σταδιακό κλείσιμο των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, η εισαγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, και οι προκλήσεις που αφορούν τη διασφάλιση της σταθερότητας του δικτύου μεταφοράς, ταυτόχρονα με τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές, δημιουργούν μία πολυσύνθετη πρόκληση.
Σε αυτό το είδη προβληματικό περιβάλλον, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται με ρυθμό 2% ετησίως (έως το 2035), ενώ ταυτόχρονα η δυναμικότητα των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας αναμένεται να μειωθεί κατά 23% έως το 2035. Ωστόσο, και ενώ οι στόχοι της μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα είναι υψηλά στην ευρωπαϊκή ατζέντα, η ΕΕ σήμερα παράγει μόνο το 35% της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Ένα ποσό της τάξης του ενός τρισ. ευρώ από το ταμείο ανάκαμψης και την πράσινη συμφωνία θα στηρίξουν τη μετάβαση, με στόχο η ΕΕ να πετύχει τον στόχο των μηδενικών εκπομπών και να εξασφαλίσει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η μεταβατική περίοδος προς μία πράσινη παραγωγή ενέργειας θα είναι, και χωρίς τον πόλεμο στην Ουκρανία, μια σημαντική πρόκληση που ίσως διατηρήσει υψηλές τις τιμές ενέργειας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, οδηγώντας σε παρακμή της οικονομίας, κοινωνική αναταραχή και πόλωση του πολιτικού κλίματος.
Είναι αναπόφευκτο ότι οι υψηλές τιμές θα δώσουν κίνητρα για ακόμη μεγαλύτερες επενδύσεις σε έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και θα φέρουν μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, που συνδυαστικά θα επιτρέψουν την ταχύτερη μείωσης της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία της Ρωσίας και τον στρατηγικό της ρόλο.
Ταυτόχρονα, καθώς το 80% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα των ορυκτών καυσίμων, πολλοί κλάδοι, ιδίως των μεταφορών και ο κατασκευαστικός, αναμένεται να στραφούν σε εναλλακτικά καύσιμα, όπως ο ηλεκτρισμός, το υδρογόνο, το μεθάνιο, τα βιοκαύσιμα, η πράσινη αμμωνία, οι κυψέλες καυσίμου φορμικού οξέος, και η γεωθερμία. Εκτός από τα περιβαλλοντικά οφέλη, η μετάβαση σε ανανεώσιμα καύσιμα θα μειώσει επίσης το κόστος λειτουργίας και συντήρησης.
Τέλος, αξίζει η αναφορά στον δείκτη EROEI (Energy Return on Energy Invetsment), ο οποίος μετρά την ποσότητα χρήσιμης ενέργειας που λαμβάνεται από έναν ενεργειακό πόρο ως προς την ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του συγκεκριμένου πόρου. Όσο υψηλότερος είναι ο λόγος, τόσο το καλύτερο, καθώς ένας υψηλός δείκτης EROEI σημαίνει ότι μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνόλου της παραγόμενης ενέργειας χρησιμοποιείται για την ίδια τη διαδικασία παραγωγής ενέργειας (ο υπολογισμός του EROEI είναι πολύπλοκος και οι μεθοδολογίες ποικίλουν) (εικόνα 1).
Υπολογίζεται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1900, ο EROEI για το πετρέλαιο ήταν πάνω από 100:1, ενώ σύμφωνες με πρόσφατες μελέτες ο σημερινός EROEI για το πετρέλαιο μπορεί είναι σε αρκετές επενδύσεις ήδη κάτω από 10:1. Αυτός ο ενεργειακός κανιβαλισμός οφείλεται στο γεγονός ότι η εξόρυξη πετρελαίου βασίζεται όλο και περισσότερο σε ενεργοβόρες μεθόδους, ενώ είναι πιθανό έως το 2050, το 50% της ενέργειας που εξάγεται από το πετρέλαιο να επιστρέφει στη διαδικασία παραγωγής (EROEI:1).
Εικόνα 1: Τυπικές τιμές EROI (Craig D. Rye, Tim Jackson, A review of EROEI-dynamics energy-transition models, Energy Policy, Volume 122, 2018, Pages 260-272, ISSN 0301-4215)
Σε κάθε περίπτωση, οι τρέχουσες ενδείξεις δείχνουν ότι η συνεχιζόμενη έρευνα στις τεχνολογίες \εναλλακτικών καυσίμων, σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές πολιτικές και επιδοτήσεις, αναμένεται να αυξήσουν όλο και περισσότερο το EROEI των πράσινων πηγών ενέργειας. Ταυτόχρονα, καθώς οι τεχνολογίες αναπτύσσονται ταχέως και η αποδοτικότητα της πράσινης ενέργειας αυξάνεται, αναγκάζονται οι οικονομίες και οι επενδυτές να στραφούν μακριά από τα ορυκτά καύσιμα, καθώς δεν αποτελούν πλέον αποδοτικές επενδύσεις.
* Ο Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος είναι Επικεφαλής Επιστημονικός Σύμβουλος, της Ειδικής Γραμματείας Προοπτικής Διερεύνησης, στην Προεδρία της Κυβέρνησης.