Του Κώστα Μήλα*
Η ελληνική οικονομία δείχνει να βρίσκει το «δρόμο» της, όμως απρόβλεπτοι εξωγενείς παράγοντες, όπως η επιδημία με τον κορονοϊό, έρχονται να μας θυμίσουν ότι αυτός ο δρόμος δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Αν συνεχιστεί η εξάπλωση της επιδημίας, τότε το πλήγμα θα είναι μεγάλο για την οικονομία της Κίνας, που το 2002-2003 (όταν ο ιός SARS βρισκόταν σε εξέλιξη), αντιστοιχούσε σε μόλις 3% με 4% του παγκοσμίου ΑΕΠ, όταν σήμερα ισοδυναμεί με περίπου 17%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η κινεζική ανάπτυξη μπορεί να «κατεβάσει ταχύτητα» και από το 6% πέρυσι να προσγειωθεί φέτος ακόμη και στο 4%, με αποτέλεσμα και το παγκόσμιο ΑΕΠ να απωλέσει μέχρι και 160 δισ. δολάρια. Στην πράξη αυτό θα σήμαινε απώλεια της τάξης του 0,176% του παγκόσμιου ΑΕΠ!
Αυτή η δυσμενέστατη εξέλιξη σίγουρα θα απειλήσει και την μικρή ελληνική οικονομία η οποία βασίζεται τα μέγιστα στον τουρισμό, με αποτέλεσμα ο φετινός στόχος για ανάπτυξη 2,8%, να πληγεί από τον εξωγενή ιό.
Σημειωτέον ότι ο βρετανικός χρηματιστηριακός δείκτης FTSE 100 έχει απωλέσει ποσοστό 1,3% ως άμεση αντίδραση στην είδηση ότι εντοπίστηκαν στην Μ. Βρετανία δυο κρούσματα του ιού αφού αυτό συνέβη στην ψύχραιμη Μ. Βρετανία, φανταστείτε τι θα μπορούσε να συμβεί στο ελληνικό χρηματιστήριο εάν, ω μη γένοιτο, καταγραφούν ανάλογα κρούσματα και στην χώρα μας...
Τα νέα από το εξωτερικό επομένως δεν είναι καλά. Ευτυχώς που απέναντι σε αυτό το σύνθετο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα έχει να αντιπαρατάξει σημαντικές επιτυχίες.
Χαρακτηριστικές είναι η επιβράβευση από την Fitch, καθώς η πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας φέρνει τη χώρα μας σε απόσταση αναπνοής (2 βαθμίδες) από την επενδυτική βαθμίδα, μαζί με το μπαράζ από θετικά σχόλια ξένων αξιωματούχων, οργανισμών και εκθέσεων.
Τα παραπάνω, όπως ανέφερα και πρόσφατα, θα δώσουν αναπόφευκτα ισχυρή ώθηση στην οικονομία, ενώ ανοίγουν τον δρόμο και για αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού σύμφωνα με τις εξαγγελίες Μητσοτάκη, καθώς μια λογική αύξηση, η οποία θα συνδέεται με την ενίσχυση του ΑΕΠ, δεν θα αποτελέσει τροχοπέδη για την μείωση της ανεργίας.
Επιπλέον, η έξοδος στις αγορές με 15ετές ομόλογο και κόστος δανεισμού 1,91%, οδηγεί σε τουλάχιστον τρεις θετικές διαπιστώσεις:
Πρώτον, οι επενδυτές, αφού μας δανείζουν έως το 2035, είναι διατεθειμένοι να αγνοήσουν το πολιτικό ρίσκο τουλάχιστον τεσσάρων εκλογικών αναμετρήσεων (!) μέχρι τότε.
Δεύτερον, «σπρώχνοντας» την αποπληρωμή χρέους όσο το δυνατόν πιο μακροπρόθεσμα, δίνουμε την δυνατότητα στην οικονομία να επιστρέψει στην κανονικότητα, και δη ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% που αποτελούσε και τον μέσο ρυθμό της εκατονταετίας (και βάλε) 1914-2019.
Τρίτον, η τελευταία έκθεση βιωσιμότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλέπε Γράφημα 9.2) ελάμβανε υπόψιν υψηλότερα επιτόκια από τα σημερινά και αγνοούσε (βέβαια) το ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά πια στην επενδυτική βαθμίδα. Λογικά λοιπόν, οι τελευταίες θετικές οικονομικές εξελίξεις ενισχύουν την επιχειρηματολογία μας υπέρ μιας συμφωνίας για στόχους πλεονασμάτων κάτω του 3,5% τα οποία μας έχουν επιβληθεί (και στα οποία έχουμε αναγκαστικά συμφωνήσει) για δύο ακόμα έτη.
Τα spreads…
Όλα αυτά αποτελούν ορόσημα υψηλής συμβολικής αξίας. Σηματοδοτούν ότι οι προσπάθειες για επανεκκίνηση της οικονομίας αποδίδουν, ωστόσο για να τελεσφορήσουν, μένει πολύς δρόμος ακόμη. Δρόμος δύσκολων μεταρρυθμίσεων, που θα είναι ανηφορικός.
Το δείχνουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με τα οποία το spread μεταξύ του 15ετούς ελληνικού κόστους δανεισμού και του αντίστοιχου στην Ευρωζώνη (για τα «riskless» AAA κρατικά ομόλογα) βρίσκεται στο 2,02% (ήτοι 1,91% μείον το αρνητικό 0,11%). Ταυτόχρονα το spread μεταξύ του 10-ετούς ελληνικού κόστους δανεισμού και του αντίστοιχου στην Ευρωζώνη (πάλι για τα «riskless» AAA κρατικά ομόλογα) είναι χαμηλότερο και ίσο με 1,50% (ήτοι 1,16% μείον το αρνητικό 0,34%).
Με άλλα λόγια, οι επενδυτές εξακολουθούν και βλέπουν κάπως μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κίνδυνο στην Ελλάδα το 2035 σε σχέση με το 2030. Είτε επειδή το ελληνικό χρέος θεωρείται μη βιώσιμο πέραν του 2030, είτε επειδή η κόπωση των ελληνικών κυβερνήσεων από τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνουμε έχει… "ημερομηνία λήξεως" το πολύ σε 10 έτη από σήμερα!
Και καθώς αναφέρθηκα σε μεταρρυθμίσεις, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι περαιτέρω πιστοληπτικές αναβαθμίσεις της Ελλάδας θα εξαρτηθούν από τις επιδόσεις μας στον δείκτη «ποιότητας των θεσμών και κανονισμών» (regulatory quality) ο οποίος καταγράφει την ικανότητα του κράτους να δημιουργεί και να εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα.
*Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool