Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Ο πρωθυπουργός διαφημίζει την πτώση της ανεργίας, οι νέοι εγκαταλείπουν την Ελλάδα και βελτιώνουν τα ποσοστά, η καθημερινότητα των νοικοκυριών προκαλεί οργή και θλίψη απέναντι στην ευημερία των ποσοστών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία είναι η ανεργία και μέσα στον βάλτο της ανεργίας το χειρότερο βύθισμα προκαλεί η μακροχρόνια ανεργία.
Μακροχρόνια άνεργοι θεωρούνται οι πολίτες που έχουν παραμείνει χωρίς δουλειά για διάστημα άνω των 12 μηνών. Το 72,9% του συνόλου των καταγεγραμμένων ανέργων στην Ελλάδα, το 2017, ήταν μακροχρόνια άνεργοι και το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2016.
Η πλειοψηφία των μακροχρόνια ανέργων στην Ελλάδα είναι γυναίκες. Ακόμη πιο οδυνηρή αριθμητική πλειοψηφία αποτελούν επίσης όσοι παραμένουν άνεργοι για διάστημα μεγαλύτερο των 48 μηνών, περισσότερο από 2 χρόνια εκτός οικονομικής δραστηριότητας.
Όσο παρατείνεται η διάρκεια της ανεργίας, απαξιώνονται οι δεξιότητες των ατόμων και αυξάνεται η πιθανότητα να αποσυρθούν από την αγορά εργασίας, γεγονός που ενισχύει τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, φτώχειας και αύξησης των ανισοτήτων.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η μακροχρόνια ανεργία αντιμετωπίζεται με την διά βίου εκπαίδευση και την καλύτερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Στην Ελλάδα, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται μόνο με επιδόματα, τη στιγμή που η χώρα χρειάζεται επειγόντως την εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
Στην ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδας καταγράφεται η εκτίμηση πως η ανεργία θα μειωθεί κάτω... από το 20% φέτος, αλλά οι μακροχρόνια άνεργοι αντιστοιχούν στο 15,6% του εργατικού δυναμικού σε σύγκριση με το 3,4% που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ενωμένη Ευρώπη.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, παραδίδοντας την έκθεση στον πρόεδρο της Βουλής Ν. Βούτση, υπογράμμισε ότι «η ανεργία είναι ακόμα υψηλή παρά τη μείωσή της και για μας αυτή είναι η μεγαλύτερη πηγή φτώχειας».
Η Ενδιάμεση Έκθεση διαπιστώνει αύξηση της απασχόλησης, με την επισήμανση ότι σημαντική συμβολή είχαν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, οι οποίες περιόρισαν τις δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, επέτρεψαν τη μεγαλύτερη κινητικότητα των εργαζομένων και διατήρησαν το κόστος εργασίας σε χαμηλά επίπεδα.
Αξιόλογο μέρος της αύξησης της απασχόλησης, τονίζεται στην Έκθεση, οφείλεται στην ευρεία χρήση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που αποτελούν το 54,9% των νέων προσλήψεων το 2017.
Ειδικά για την αποκλιμάκωση που σημείωσε το ποσοστό ανεργίας των νέων 20-29 ετών (μειώθηκε σε 34,7% το 2017 από 37,7% το 2016), επισημαίνεται ότι συνέβαλαν οι νομοθετικές ρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, που διευκόλυναν την πρόσληψη των νέων κάτω των 25 ετών με χαμηλότερες αμοιβές (βλ. υποκατώτατος μισθός) και σε περισσότερο ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τα προγράμματα απασχόλησης, καθώς και η υψηλή συμμετοχή των νέων σε κλάδους που σημείωσαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως ο τουρισμός και το εμπόριο.
Σημαντική αύξηση παρατηρείται στους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό (2,4% το 2017, έναντι μείωσης 2,2% το 2016), που αντιπροσωπεύουν το 22,8% του συνόλου των απασχολουμένων.
Πού δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας
Όσον αφορά την εξέλιξη της απασχόλησης κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας το 2017, η επιβράδυνση της απασχόλησης συνεχίστηκε στον πρωτογενή τομέα, αν και με ηπιότερο ρυθμό (-0,3%, έναντι -2,4% το 2016).
Αντίθετα, αύξηση σημείωσαν ο δευτερογενής τομέας, με χαμηλότερο ωστόσο ρυθμό (3,3% το 2017 από 3,8% το 2016), και ο τριτογενής τομέας, με εντονότερο ρυθμό (2,3% το 2017 από 2,0% το 2016), συνεχίζοντας την ανοδική πορεία των τελευταίων ετών και αυξάνοντας τα μερίδια συμμετοχής των δύο παραπάνω τομέων στη συνολική απασχόληση (15,4% και 72,5% αντίστοιχα).
Όσον αφορά τους επιμέρους κλάδους, η αύξηση της απασχόλησης το 2017 προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τον κλάδο του εμπορίου, ο οποίος αντέστρεψε την αρνητική εικόνα του προηγούμενου έτους (3,2%, έναντι -0,4% το 2016). Θετικά στην αύξηση της απασχόλησης συνέβαλαν επίσης η μεταποίηση (3,0%) και οι δραστηριότητες που σχετίζονται με υπηρεσίες τουρισμού (2,8%), αν και σημειώθηκαν ηπιότεροι ρυθμοί αύξησης έναντι του προηγούμενου έτους.
Επιπρόσθετα, σημαντική αύξηση σημείωσαν οι δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας (6,0%, έναντι 1,9% το 2016). Αντίθετα, η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση παρουσίασε οριακή μείωση, αντιστρέφοντας τη θετική μεταβολή του προηγούμενου έτους (-0,2%, έναντι 6,0% το 2016).
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 4 Ιουλίου.