Οι Ιταλοί αξιωματούχοι πρέπει να σταματήσουν να αμφισβητούν το ευρώ και να «ηρεμήσουν» στη συζήτηση του προϋπολογισμού τους, καθώς έχουν προκαλέσει ήδη ζημιά στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ σε συνέντευξή του που παραχώρησε στην Ινδονησία, στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ο κ. Ντράγκι σημείωσε ότι «μία δημοσιονομική επέκταση σε μία χώρα με υψηλό χρέος περιπλέκεται περισσότερο... αν οι άνθρωποι αρχίσουν να αμφισβητούν το ευρώ» και πρόσθεσε πως «οι δηλώσεις αυτές... έχουν προκαλέσει πραγματική ζημιά και υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι τα spreads αυξήθηκαν λόγω των δηλώσεων αυτών». Όπως ανέφερε «τα αποτελέσματά τους είναι ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις πληρώνουν υψηλότερα επιτόκια για τα δάνεια».
Οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων αυξήθηκαν απότομα στις αρχές του Φθινοπώρου, καθώς υψηλόβαθμος αξιωματούχος ενός από τα κόμματα της συγκυβέρνησης υποστήριξε ότι η Ιταλία θα ωφελείτο από μία έξοδό της από το ευρώ, ενώ πήρε πίσω τη δήλωση αυτή μετά την αρνητική αντίδραση της αγοράς.
«Το πρώτο πράγμα (που πρέπει να γίνει) είναι να χαμηλώσουν οι τόνοι. Και μετά, το δεύτερο πράγμα είναι ότι πρέπει να περιμένουμε τα στοιχεία», είπε ο Ντράγκι, τονίζοντας την ανάγκη να εξετασθούν τα πραγματικά σχέδια για τις δαπάνες, τα οποία μπορεί να διαφέρουν από τις δηλώσεις της κυβέρνησης.
Επίσης, καθησυχαστικός εμφανίστηκε αναφορικά με τα ελληνικά ομόλογα καθώς, όπως είπε, η αύξηση στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων είναι τοπικό φαινόμενο και αφορά την εν λόγω χώρα. Ο κ. Ντράγκι σημείωσε ότι η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων που σημειώνεται το τελευταίο διάστημα οφείλεται στις εξελίξεις στην Ιταλία και όχι στο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να σταματήσει τις αγορές ομολόγων (το QE) στο τέλος του έτους.
Είπε ακόμα ότι οι αγορές δεν είχαν αντιδράσει τον Ιούνιο στην απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει το πρόγραμμα αγορών ομολόγων. Για να δείξει ότι οι κινήσεις των αγορών προήλθαν από εγχώρια ζητήματα της Ιταλίας, ο Ντράγκι έφερε ως παράδειγμα τη μείωση των διαφορών στις αποδόσεις (spreads) μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδας, παρά το ότι η ΕΚΤ αγόραζε τα ιταλικά ομόλογα, αλλά όχι τα ελληνικά.