Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Οι λιγοστές κερδοφόρες επιχειρήσεις της χώρας είναι εκείνοι που χρηματοδότησαν το «πακέτο Τσίπρα» καθώς οι φόροι που κατέβαλαν το 2016 στο όνομα της υπεραπόδοσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα ήταν αυξημένοι κατά 37% ή διαφορετικά κατά 1,07 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή βαρύς είναι και ο απολογισμός για τους μισθωτούς οι οποίοι πλήρωσαν επιπλέον φόρους εισοδήματος 354 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το 2015, ενώ μεγάλη πληγή ήταν η καθημερινότητα των νοικοκυριών, καθώς για να γεμίσει το ίδιο «καλάθι» που είχαν και το 2015 πλήρωσαν περισσότερους φόρους (ΦΠΑ και ΕΦΚ) ύψους 1,9 δισ. ευρώ.
Συνολικά οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πλήρωσαν 2 δισ. ευρώ περισσότερους φόρους το 2016, ενώ για το 2017 ο λογαριασμός προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 2,5 δισ. ευρώ, με την κυβέρνηση να επενδύει στο να ξορκίσει τον κόφτη και να ποντάρει στην υπερφορολόγηση για να επιτύχει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα 1,75% τη φετινή χρονιά.
Αντί οι πολλαπλοί φόροι των επιχειρήσεων να διοχετευθούν σε επενδύσεις και προσλήψεις εργαζομένων, χρησιμοποιήθηκαν για να ξεπεραστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και η κυβέρνηση να μπορεί να χρηματοδοτεί παροχές μοιράζοντας χρήματα, την ώρα που τα χρέη τα οποία δεν πληρώθηκαν από νέες φορολογικές υποχρεώσεις ξεπέρασαν τα 13 δισ. ευρώ.
Καταβλήθηκαν υπέρογκοι φόροι το 2016, τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες χωρίς καμία ανταποδοτικότητα όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για την ελληνική οικονομία, η οποία χρόνο με το χρόνο χάνει την ανταγωνιστικότητα της.
Πλέον η Ελλάδα κατατάσσεται στην 86η θέση (από την 81) μεταξύ 138 χωρών που εξετάζονται στην Έκθεση Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2016/2017 την οποία δημοσιοποίησε World Economic Forum WEF τον περασμένο Σεπτέμβριο, ενώ στον τομέα των επενδύσεων έχει γίνει σαφές ότι η χώρα μας αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή.
Είναι ενδεικτικό ότι η κυβέρνηση προτίμησε να κόψει ακόμη και τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 462 εκατ. ευρώ σε σχέση με το στόχο που είχε τεθεί στον προϋπολογισμό, δίνοντας 630 εκατ. ευρώ στους συνταξιούχους μόνο και μόνο για να κερδίσει το επικοινωνιακό παιχνίδι.
Αναμφισβήτητα η επιπρόσθετη παροχή που έλαβαν οι συνταξιούχοι ήταν ένα σημαντικό ποσό. Ωστόσο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα χρήματα αυτά επέστρεψαν εις τριπλούν στην εφορία μετά την αύξηση των φόρων στο πετρέλαιο θέρμανσης, τον καφέ, τα τσιγάρα, της σταθερής τηλεφωνίας κ.λ.π.
Σε μία σκληρή περίοδο η κυβέρνηση αφαίμαξε τις λιγοστές κερδοφόρες επιχειρήσεις, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες.
Άλλωστε και ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Δ. Παπαδημητρίου, αν και αρμόδιος να προσελκύσει επενδύσεις και να βοηθήσει αυτές που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, έχει την άποψη ότι αν μειωθούν οι φόροι, οι επιχειρήσεις θα βάλουν στην τσέπη τους τα λεφτά.
Στο άρθρο του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο έγραψε πως «σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης και στέρησης της χρηματοδότησης της οικονομίας, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, το όποιο όφελος προκύψει για τις επιχειρήσεις από τη φορολογία διοχετεύεται στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή στη διανομή αυξημένου μερίσματος και όχι σε νέες επενδύσεις».
Και η κυβέρνηση όπως φαίνεται συνεχίζει το ίδιο έργο δημιουργώντας έναν εργασιακό μεσαίωνα, φέρνοντας σε αντιπαλότητα εργοδότες με εργαζόμενους. Υψηλότερες εισφορές, περισσότεροι φόροι είναι η συνέχεια του έργου για το 2017.