Του Γιώργου Φιντικάκη
Κόλαφο αποτελούν για την Ελλάδα τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, την πολιτική σταθερότητα και το κράτος δικαίου, τα οποία δημιουργούν μια αρνητική εικόνα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στο liberal.gr ο Κώστας Μήλας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Liverpool, η τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης στον δείκτη «κυβερνητικής αποτελεσματικότητας» διώχνει, ουσιαστικά, τους επενδυτές.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Παγκόσμια Τράπεζα για τις επιδόσεις 214 χωρών το 2017, δείχνουν ότι η Ελλάδα κατρακύλησε από την 96η θέση στην 101η της λίστας, και βρίσκεται κάτω από αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως η Μαλαισία, η Σενεγάλη, το Πουέρτο Ρίκο, η Κόστα Ρίκα, και το Μαυροβούνιο, (http://info.worldbank.org/ governance/wgi/#home, αναλυτικά στοιχεία ανά χώρα στο αρχείο full dataset Excel).
Σε μια στιγμή όπου η κυβέρνηση καλεί τα ξένα κεφάλαια να έλθουν στη χώρα μιλώντας για θεαματική βελτίωση όλων των μεγεθών, τα στατιστικά της World Bank τα οποία διαβάζουν οι επενδυτές, παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα.
Αν τα πράγματα ήταν όπως τα παρουσιάζει η κυβέρνηση, και οι επενδυτές ήταν έτοιμοι να τοποθετηθούν στην ελληνική οικονομία, τότε η βαθμολογία της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της διαφθοράς (control of corruption) δεν θα έπεφτε κι άλλο, δηλαδή από τις 55,3 εκατοστιαίες μονάδες το 2016, στις 52,4 μονάδες το 2017.
Όταν μια χώρα περνά στη περίφημη κανονικότητα, τότε στο δείκτη που μετρά τη πολιτική σταθερότητα και την απουσία βίας (political stability and absence of violence), δεν υποχωρεί από τις 41,4 εκατοστιαίες μονάδες (2016), στις 40,9 (2017), όπως συνέβη με την Ελλάδα, με πιθανή αιτία το γενικότερο κλίμα αύξησης κρουσμάτων βίας και ανομίας στη δημόσια ζωή. Σαν αποτέλεσμα η χώρα βρίσκεται σε χειρότερη θέση από άλλες αναπτυσσόμενες, όπως Καζακστάν, Κουβέιτ, και Μαυροβούνιο.
Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και από έναν άλλο δείκτη, αυτό που μετρά την εφαρμογή του κράτους δικαίου σε μια χώρα (rule of law), όπου η Ελλάδα υποχωρεί συνεχώς από το 2015 και μετά, και βρίσκεται κάτω από χώρες όπως Ρουμανία, Ιορδανία και Ναμίμπια, μετά και την πτώση από τις 57,7 εκατοστιαίες μονάδες (2016), στις 56,7 πέρυσι.
«Είναι επιδόσεις που ακυρώνουν τα όποια πιθανά οφέλη μπορούν να προκύψουν από τη βελτίωση σε άλλους δείκτες, όπως στη κυβερνητική αποτελεσματικότητα, και την ποιότητα θεσμών και κανονισμών», τονίζει στο liberal.gr ο Κώστας Μήλας, καθηγητής και πρόεδρος του ερευνητικού τομέα στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής στο Πανεπιστήμιο του Liverpool.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, όταν μια κυβέρνηση φιλοτεχνεί το προφίλ χώρας με αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, τότε αυτό δεν συνάδει με την τελευταία θέση της Ελλάδας για μια ακόμη χρονιά, ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, στον δείκτη «κυβερνητικής αποτελεσματικότητας» (government effectiveness).
Ένα δείκτη, άκρως σημαντικό για τους επενδυτές, αφού καταγράφει την ποιότητα των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και τον βαθμό ανεξαρτησίας του κρατικού μηχανισμού από πολιτικές πιέσεις. Ναι μεν η Ελλάδα ανέβηκε το 2017, από τις 62,5 εκατοστιαίες μονάδες, στις 66,4, παραμένει, όμως, χαμηλότερα απ' ότι το 2014, (69,2).
Για να αντιληφθεί μάλιστα κανείς τη διαφορά που μας χωρίζει όχι από τη Βόρεια Ευρώπη, αλλά από γειτονικές χώρες, η Κύπρος, που μόλις βγήκε στις αγορές με 10ετές ομόλογο και επιτόκιο 2,4%, έναντι 4% του αντίστοιχου ελληνικού, βρίσκεται πολύ υψηλότερα στις 79,8 μονάδες.
Αν επίσης οι κεραίες των ξένων κεφαλαίων ήταν όντως στραμμένες στην Ελλάδα, τότε η χώρα δεν θα βρισκόταν χαμηλότερα και από την Βουλγαρία στο δείκτη «ποιότητα των θεσμών και κανονισμών» (regulatory quality), που καταγράφει την ικανότητα ενός κράτους να εφαρμόζει πολιτικές φιλικές για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Πέρυσι λοιπόν η χώρα μας ανέβηκε στις 62,9 μονάδες, έναντι 59,1 το 2016, όμως εξακολουθεί να παραμένει χαμηλότερα από το 2014 (63,9).
Αποτελεί απορίας άξιον πως συνάδουν με τις διαπιστώσεις της World Bank οι εκτιμήσεις ότι τα καλύτερα έρχονται, όταν οι επιδόσεις που κοιτάζουν οι ξένοι επενδυτές στους παραπάνω τομείς, παραμένουν πολύ χαμηλές, και ενώ ξέρουν ότι το επιχειρηματικό κλίμα δεν είναι το καλύτερο.
Αυτό που ρώτησαν άλλωστε τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο εκπρόσωποι επενδυτικών οίκων στο Λονδίνο, ήταν σχετικά με το πόλεμο της κυβέρνησης εναντίον ορισμένων εμβληματικών μεγάλων επενδύσεων.
Δεν είναι αλήθεια, ότι η περίπτωση της «Ελληνικός Χρυσός» στις Σκουριές, αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση, όπως απάντησε στη σχετική ερώτηση ο κ. Τσακαλώτος, αφού και το Ελληνικό, προχωρά με ρυθμούς χελώνας. Το κυριότερο όμως είναι ότι αμφότερα τα έργα, αποτελούν τεστ εμπιστοσύνης τα οποία μελετούν από κοντά οι ξένοι επενδυτές, προκειμένου να αποφασίσουν αν και πότε θα τοποθετήσουν κεφάλαια στην Ελλάδα.
«Αυτά τα γνωρίζει το ΔΝΤ το οποίο μάλλον προεξοφλεί "ξήλωμα" των μεταρρυθμίσεων κάτι που εξηγεί και τις εκτιμήσεις του για αναιμικές επενδύσεις στη χώρα μας. Επενδύσεις, οι οποίες μόλις και θα αυξηθούν από το 12,6% του ΑΕΠ το 2017 στο 15,8% το 2023, όταν η ψαλίδα με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, που πέρυσι ήταν 20,1%, θα έχει ανοίξει πολύ περισσότερο», τονίζει ο κ. Μήλας. Και δεν αποκλείει σε μία πενταετία από σήμερα, η Ελλάδα να προσελκύει λιγότερες επενδύσεις (και) από το 17% του ΑΕΠ για το 2010.