Η οικονομία της Ρωσίας συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο, την πρώτη τρίμηνη περίοδο μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, και οι απόψεις των οικονομολόγων διίστανται για το αν θα καταφέρει να ανταπεξέλθει στις διεθνείς κυρώσεις σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η οικονομία της συρρικνώθηκε 4% το δεύτερο τρίμηνο σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η στατιστική υπηρεσία της χώρας Rosstat που έδειξαν ότι βυθίστηκε σε ύφεση μετά την απόφαση της Μόσχας να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, κίνηση που πυροδότησε σωρεία κυρώσεων από τη Δύση, το πάγωμα των συναλλαγματικών αποθεματικών της στο εξωτερικό και την έξοδο δυτικών επιχειρήσεων από τη ρωσική αγορά.
Η Rosstat δεν παρείχε λεπτομέρειες για τη συρρίκνωση του ΑΕΠ, αλλά σύμφωνα με αναλυτές η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας ήταν αποτέλεσμα των κυρώσεων και της εξασθένησης της καταναλωτικής ζήτησης. Ωστόσο, η συρρίκνωση της οικονομίας στο δεύτερο τρίμηνο δεν ήταν τόσο βαθιά όσο αναμενόταν. Οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι η συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας θα έφτανε το 7% σε ετήσια βάση μετά από ρυθμό ανάπτυξης 3,5% το πρώτο τρίμηνο.
Η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας προέβλεπε πτώση του ΑΕΠ κατά 4,5% το δεύτερο τρίμηνο και εκτιμά σήμερα ότι το τρίτο τρίμηνο η κατάσταση θα επιδεινωθεί με το ΑΕΠ να μειώνεται κατά 7% και την οικονομία να μην ανακάμπτει πριν από το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών είχε προβλέψει τον Απρίλιο ότι το ΑΕΠ της χώρας μπορεί να συρρικνωθεί πάνω από 12% φέτος μετά από ρυθμό ανάπτυξης 4,1% πέρυσι, πρόβλεψη που αν επαληθευτεί θα πρόκειται για τη μεγαλύτερη ύφεση στη Ρωσία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Το μπαράζ κυρώσεων από τη Δύση και ο οστρακισμός της Ρωσίας από το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα έχουν επιφέρει χτύπημα στις εμπορικές συναλλαγές. Η άμεση επίπτωση των κυρώσεων ανάγκασε την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας να επιβάλλει capital controls και να αυξήσει τα επιτόκια. Η αντίδρασή της βοήθησε τος αγορές στο εσωτερικό να σταθεροποιηθούν και το ρούβλι να ανακάμψει.
Τον προηγούμενο μήνα η Τράπεζα της Ρωσίας αιφνιδίασε με μια μείωση του παρεμβατικού επιτοκίου 150 μονάδων βάσης, φέρνοντας το στο 8%. Ήταν η πέμπτη κατά σειρά μείωση μετά την έκτακτη αύξησή του στο 20% από 9,5% στα τέλη Φεβρουαρίου.
Η κεντρική τράπεζα είχε προβλέψει τον Απρίλιο ότι το ΑΕΠ θα σημείωνε πτώση 8% με 10%, αλλά τον Ιούλιο αναθεώρησε την εκτίμηση αυτή και προβλέπει πλέον συρρίκνωση της οικονομίας κατά 4% με 6% με την πτώση του ΑΕΠ να πατώνει το πρώτο εξάμηνο του 2023.
H μεταβλητότητα στο ρούβλι έχει υποχωρήσει πρόσφατα μετά από ακραίες διακυμάνσεις που το είδαν να βυθίζεται σε χαμηλό-ρεκόρ στα 121.5 ανά δολάριο τον Μάρτιο, ημέρες μετά την εισβολή στην Ουκρανία, και να ανακάμπτει σε υψηλό επταετίας στα 50, 01 τον Ιούνιο.
Τη Δευτέρα γλίστρησε στα 61 ανά δολάριο καθώς άρχισε η μετατροπή των πιστοποιητικών παραστατικών μετοχών (depository receipts) ρωσικών επιχειρήσεων σε μετοχές και οι επενδυτές από «φιλικές χώρες» είχαν πλέον τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην αγορά ομολόγων της χώρας.
Στα χρηματιστήρια ο δείκτης RTS σε δολάρια υποχώρησε 1,4% στις 1.100 μονάδες ενώ ο μετοχικός δείκτης MOEX σε ρούβλια έκλεισε αμετάβλητος στις 2.147.6 μονάδες, παρά τις προβλέψεις αναλυτών για πτωτικές πιέσεις, καθώς η Ρωσία ξεκίνησε τη μετατρεψιμότητα των πιστοποητικών παραστατικών σε μετοχές.
Τα λεγόμενα GDR ρωσικών εταιρειών που διαπραγματεύονταν σε ξένα χρηματιστήρια, αλλά διακρατούντο σε ρωσικά αποθετήρια μπορούν να μετατραπούν σε μετοχές στο χρηματιστήριο της Μόσχας από την 15η Αυγούστου σε μια προσπάθεια των αρχών να μειωθεί ο έλεγχος στις επιχειρήσεις αυτές από ξένους επενδυτλες εν μέσω των κυρώσεων της Δύσης.
Το χρηματιστήριο της Μόσχας επιτρέπει από την 15η Αυγούστου σε μη κατοίκους από «φιλικές χώρες» που δεν έχουν επιβάλλει κυρώσεις να πραγματοποιούν συναλλαγές σε ομόλογα. Η απόδοση στο ρωσικό 10ετες ομόλογο υποχώρησε ελαφρά στο 9,16%.
Παρά το οτι η οικονομία της Ρωσίας δεν κατέρρευσε γρήγορα, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν οτι οι επιπτώσεις των κυρώσεων μακροπρόθεσμα θα είναι σοβαρότερες, καθώς η σταδιακή έξοδος ξένων επιχειρήσεων και τεχνογνωσίας θα συμπιέσει την οικονομική δραστηριότητα μαζί με την έλλειψη πρόσβασης σε τεχνολογίες αιχμής.