Οι φωνές για τους κινδύνους που διατρέχει η οικονομία από τυχόν πολιτική αστάθεια μετά τις εκλογές, αυξάνονται. Μετά τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, και ο επικεφαλής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, εξέφρασε την ανησυχία του για τυχόν εκτροχιασμό της οικονομίας από μια αδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση ή μια προβληματική κυβέρνηση συνεργασίας, εκφράζοντας την εκτίμηση πως «είναι τόσο σκληρά τα μαθήματα που πήραμε από το 2010 και μετά, ώστε δεν θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.
Την ανησυχία του αναδεικνύουν και οι πολλοί αστερίσκοι που συνοδεύουν την έκθεση του ΙΟΒΕ για τη φετινή ανάπτυξη 2,4% (με πληθωρισμό στο 4,3%), υπόθεση που εκτός της διατήρησης πολιτικής σταθερότητας, στηρίζεται σε μια πλειάδα παραδοχών, τόσο διεθνών, όπως η απουσία γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή, όσο και αμιγώς εσωτερικών, όπως η ανάκτηση από την Ελλάδα της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023, η έγκαιρη υλοποίηση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και μια καλή τουριστική σεζόν.
Η ψευδαίσθηση
Τους φόβους του κ. Βέττα, όπως και όσων παρακολουθούν την πορεία της οικονομίας, ενισχύει το γεγονός ότι το τοπίο έχει αλλάξει, οι αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι της επόμενης χρονιάς δημιουργούν άλλες απαιτήσεις και η επιδοματική πολιτική πρέπει να τελειώνει.
«Με ανησυχεί η ψευδαίσθηση ότι η οικονομία είναι στον αυτόματο πιλότο και μπορεί να μοιράζει τα επιδόματα που μοίραζε τα τελευταία χρόνια, να φέρει επενδύσεις και να μειώνει την ανεργία. Είναι ψευδαίσθηση», όπως είπε. Και μπορεί η οικονομία να έχει κάνει βήματα προόδου, παρά ταύτα, δομικά και διαρθρωτικά, η Ελλάδα παραμένει από τις πιο φτωχές χώρες στην ΕΕ. Το μήνυμα του κ. Βέττα για την επόμενη κυβέρνηση είναι ότι πρέπει τα βήματα να γίνουν άλματα, αν θέλει κανείς να έχει πραγματική σύγκλιση μισθών με την υπόλοιπη ΕΕ.
«Πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα από τους εταίρους μας. Και δύο τρόποι υπάρχουν μόνο για αυτό: Το ένα είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και οι επενδύσεις σε κλάδους υψηλής αξίας, το δεύτερο αφορά στη θεσμική λειτουργία του κράτους», όπως είπε, φέρνοντας ως παράδειγμα την τραπεζική κρίση που ζήσαμε πρόσφατα.
Το γεγονός ότι έχει ακριβύνει τόσο πολύ το χρήμα, όπως είπε, αναπόφευκτα θα προκαλέσει και άλλες κρίσεις τα επόμενα χρόνια και αυτό μπορεί να κάνει όσους σχεδιάζουν τις επενδύσεις που χρειαζόμαστε, πιο επιφυλακτικούς, αν η Ελλάδα μπει στο κάδρο των χωρών με ρίσκο.
Κερδίσαμε λίγο περισσότερο χρόνο
Καμπανάκια χτυπούν επίσης για διαχρονικά προβλήματα που είχαν κρυφτεί λόγω της έντονης ανάκαμψης, μετά την πανδημία, τα οποία συνδέονται με τη θεσμική λειτουργία η οποία υπολείπεται πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Κατά ένα παράδοξο τρόπο η πανδημία και η κρίση που την ακολούθησε, ευνόησαν την ελληνική οικονομία διότι, αφενός δημιουργήθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης, αφετέρου ο έντονος πληθωρισμός, συνεπάγεται ένα κούρεμα του ονομαστικού χρέους.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία κέρδισε λίγο περισσότερο χρόνο και χώρο. Καμπανάκια χτυπούν επίσης η αύξηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η παγίωση του πληθωρισμού στα τρόφιμα, παρά την επιβράδυνση του γενικού δείκτη.
Οι προβλέψεις για το 2023
Για το 2023, το ΙΟΒΕ αναμένει ηπιότερη ετήσια ανάπτυξη, κατά 2,4% σε πραγματικούς όρους, κυρίως λόγω επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και αβεβαιότητας. Ως προς τις συνιστώσες, οι επενδύσεις αναμένεται να συμβάλλουν περισσότερο στην ανάπτυξη, με ετήσια αύξηση 7,1% (πάγιες επενδύσεις 10,0%), ακολουθούμενες από μια σχετικά ανθεκτική, αν και σαφώς ηπιότερη, αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,3%.
Στον εξωτερικό τομέα, αναμένεται μικρή βελτίωση του υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2023 κατά 3,2% και 2,6% αντιστοίχως.
Τάσεις και κίνδυνοι
Τέσσερις παράγοντες που θα συνεχίσουν και φέτος να στηρίζουν την τρέχουσα μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, είναι σύμφωνα με το ΙΟΒΕ: Πρώτον, η ισχυρή ανάκαμψη της κατανάλωσης, η οποία ενδυναμώθηκε και από τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, αλλά κυρίως εκφράζει συσσωρευμένη αντίδραση μετά τους περιορισμούς της πανδημίας.
Δεύτερον, παρόμοιες τάσεις υπάρχουν και σε άλλες οικονομίες, κυρίως ευρωπαϊκές, και ως αποτέλεσμα η ισχυρή δυναμική του εισερχόμενου τουρισμού.
Τρίτον, η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και συναφών ευρωπαϊκών σχημάτων, ευνοεί την οικονομία τόσο άμεσα με τη διοχέτευση ρευστότητας σε διάφορους τομείς της, με σχετικά ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης, όσο και έμμεσα μέσω μεταρρυθμίσεων.
Τέταρτον, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν επηρεάζεται από την άνοδο των επιτοκίων στο παγκόσμιο περιβάλλον, καθώς είναι περισσότερο μακροπρόθεσμο και με σταθερά επιτόκια.
Ορισμένοι όμως από τους παράγοντες που στήριξαν τη μεγέθυνση της εγχώριας οικονομίας εξαντλούνται ή αντιστρέφονται, όπως η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και η έντονη ανάκαμψη της κατανάλωσης μετά τους περιορισμούς της πανδημίας.
Δύο κρίσιμες τάσεις διαμορφώνονται για τη διατήρηση της δυναμικής μεγέθυνσης της οικονομίας μεσοπρόθεσμα. Η πρώτη αφορά στη σταδιακή αύξηση στις εξαγωγές αγαθών τα τελευταία χρόνια, η οποία αφορά ένα σημαντικό εύρος κλάδων και εξαγωγικών προορισμών.
Η δεύτερη τάση αφορά συνολικά στον βαθμό στον οποίο η ελληνική οικονομία είναι ανοικτή, όπως ορίζεται από το άθροισμα εξαγωγών και εισαγωγών ως ποσοστό του εγχώριου προϊόντος, και η οποία είναι αυξητική.
Οι προκλήσεις
Καταρχήν, η στροφή της νομισματικής προς σφιχτότερη στάση αποκτά χαρακτηριστικά διαρκείας, ενώ το χρήμα καθίσταται ακριβότερο και εκλεκτικό. Οι πρόσφατες αναταράξεις στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, η ενεργειακή κρίση και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία διατηρούν την αβεβαιότητα σε υψηλό επίπεδο.
Πολλές και οι προκλήσεις που σχετίζονται με τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας: Ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υψηλός, ενώ η μεγέθυνση της οικονομίας έχει συνοδευθεί με επιστροφή σε δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικά και εξωτερικού ισοζυγίου, των οποίων η εξισορρόπηση είναι σημαντικό να λάβει χώρα νωρίτερα παρά αργότερα.
Καθώς η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική διαδικασία, αποτελεί προϋπόθεση για την εμπέδωση αναπτυξιακής δυναμικής στη συνέχεια να υπάρξει κατάλληλη στόχευση σε τρεις κομβικές περιοχές οικονομικής πολιτικής:
- Πρώτον, είναι αναγκαία και επείγουσα η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα στο επόμενο διάστημα, που θα προωθεί την ευρωστία των δημοσιονομικών, με επίτευξη και της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατό.
- Δεύτερον, καθώς το παγκόσμιο πλαίσιο πλέον δεν ευνοεί επενδύσεις και εξαγωγές, πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, μέσα και από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση της χώρας.
- Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει ο χειρισμός του πληθωρισμού, αφενός για να μην πληγεί η σχετική ανταγωνιστική θέση της χώρας και αφετέρου ώστε να μην υπάρχει συνεχιζόμενη έντονη πίεση στα νοικοκυριά. Προτεραιότητα είναι επίσης μέτρα για τη συστηματική στροφή της άτυπης προς την επίσημη οικονομία.