Του Βασίλη Γεώργα
Για ποια ανάπτυξη μιλάμε; Έχουν άραγε συνειδητοποιήσει ένθεν κακείθεν οι υφιστάμενοι κυβερνώντες και οι μελλοντικοί διεκδικητές της εξουσίας ότι η χώρα δεν έχει εθνικούς πόρους και χρειάζεται 100 δισεκατομμύρια ευρώ σε πέντε χρόνια μόνο για να καλύψει το επενδυτικό ρήγμα της κρίσης και να ξαναβρεθεί εκεί που ήταν, αλλά όχι να πάει παραπέρα; Έχει κανείς καθαρή άποψη και συγκροτημένο σχέδιο για τι θα γίνει με τους 1,2 εκατομμύρια άνεργους της χώρας όταν οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια δεν δείχνουν ότι το ποσοστό της ανεργίας μπορεί να πέσει κάτω από το 20%; Μπορεί κανείς να δώσει ελπίδα και προοπτική στους εκατοντάδες χιλιάδες νέους επιστήμονες που εγκαταλείπουν τη χώρα ως οικονομικοί μετανάστες μεταφέροντας το μυαλό και τις ικανότητές τους στο εξωτερικό;
Η χώρα βρίσκεται στο πιο κομβικό σημείο όπου θα κριθεί η επόμενη μέρα και αντί να κάνουμε τα αδύνατα –δυνατά για να μας εμπιστευτούν οι επενδυτές και να προσελκύσουμε τα λεφτά τους στην οικονομία μας, το πολιτικό σύστημα αλληλοσπαράσσεται για το ποιος Αναπτυξιακός Νόμος είναι καλύτερος, ποιανού ΕΣΠΑ μοιράζει πιο δίκαια τα λεφτά και ποιες ιδιωτικοποιήσεις είναι «καλές» ή «κακές». Λες και από αυτά θα εξαρτηθεί αν η οικονομία προλάβει να σηκώσει κεφάλι πριν της το κόψει η παρατεταμένη ανικανότητα να διαχειριστούμε οι ίδιοι την κρίση μας.
Οι αυταπάτες δεν είναι προνόμιο μόνο των κυβερνόντων. Ανήκουν σε όλους. Μέσα στον ορυμαγδό των φορολογικών μέτρων και της σωρείας των αντικινήτρων που μας πάνε ακόμη πιο βαθιά στη σπηλιά της ύφεσης, οι επικεφαλής των δύο μεγάλων κομμάτων ανταγωνίζονται στα λόγια για το ποιος θα φέρει την μεγαλύτερη ανάπτυξη αλλά κανείς δεν αποκαλύπτει το μυστικό.
«Εγώ θα φέρω 3%» λέει ο Τσίπρας (σύμφωνα με τις μνημονιακές προβλέψεις) με επανεκκίνηση των έργων και την κοινωνική οικονομία, «εγώ θα φέρω 4% και θα ρίξω και τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2%» ανταπαντά ο Κ. Μητσοτάκης». Και μαζί τους σιγοντάρουν οι δανειστές μας που ενώ με το ένα πόδι κλωτσούν το ντενεκεδάκι του χρέους χρόνια μακριά, με το άλλο πατάνε το κεφάλι της ανάκαμψη συναινώντας σε μέτρα εισπρακτικά και απολύτως υφεσιακά για να έχουν τα ταμεία γεμάτα και το δικό τους κεφάλι ήσυχο.
Αυταπάτες δεν έχουν μόνο οι πολιτικοί. Έχουν και οι βιομήχανοι και τραπεζίτες που έπειτα από επτά χρόνια συμπίεσης των εισοδημάτων και έκρηξης των κόκκινων δανείων και χρεών στο ασύλληπτο ποσό των 210 δισ. ευρώ, εξακολουθούν να καλοβλέπουν ως «αναπτυξιακό μέτρο» την περαιτέρω μείωση των μισθών και την απελευθέρωση των απολύσεων, στο όνομα μιας ανταγωνιστικότητας που παρά τις περικοπές και την ευελιξία, παραμένει στον πάτο.
Αυτό που περιμένει κανείς από τον ΣΕΒ στις δημόσιες παρεμβάσεις του είναι να μας πει ότι πρώτοι οι Έλληνες επιχειρηματίες – μέλη του θα ανοίξουν τον δρόμο στην ανάκαμψη, φέρνοντας πίσω τα ξενιτεμένα κεφάλαιά τους, αποπληρώνοντας τα χρέη τους και επενδύοντας στην πραγματική οικονομία.
Αντ' αυτού και εν είδει προειδοποίησης μην τυχόν και μετά τον Σεπτέμβριο που θα επανεξεταστεί ξανά το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αρχίσουν να …ανεβαίνουν οι μισθοί, ο ΣΕΒ συμβούλευσε προχθές τους κοινωνικούς εταίρους ότι «να φροντίζουν να μην χειροτερεύει η ανταγωνιστικότητα και συνεπώς, να μην αυξάνονται οι μισθοί πάνω από την παραγωγικότητα της εργασίας περισσότερο απ' ό,τι αυτό συμβαίνει στις διεθνείς αγορές. Διαφορετικά, οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν να χάνουν μερίδιο και αργά ή γρήγορα, οι ίδιες θα βρεθούν εκτός αγορών και οι εργαζόμενοι τους στο δρόμο».
Από την άλλη ο επιχειρηματικός κόσμος έχει τις ευθύνες του, αλλά έχει και τα δίκια του. Για ποια ανάπτυξη και επενδύσεις μπορούμε να μιλάμε όταν για να δανειστεί μια επιχείρηση στην Ελλάδα πληρώνει επιτόκια 7-8% τη στιγμή που στην Ευρώπη της ποσοτικής χαλάρωσης τα επιτόκια είναι αρνητικά; Όταν οι Έλληνες εισαγωγείς και οι εξαγωγείς είναι οι μόνοι στην ευρωζώνη που βρίσκονται αντιμέτωποι με περιορισμούς στη ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων τους; 'Όταν η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα στις χώρες με την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση (ξεπερνά πλέον το 40% μετά τα νέα φορολογικά μέτρα) και η κερδοφορία μιας επιχείρησης ή ενός ελεύθερου επαγγελματία καταδικάζεται σε «δήμευση»; Πώς να αποφευχθούν νέα μέτρα όταν όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα θωπεύουν συστηματικά τα «παραμάγαζα» της φοροδιαφυγής με αποτέλεσμα το Δημόσιο να μην συγκεντρώνει πάνω από τους μισούς φόρους που επιβάλει ; Πώς να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα στη βιομηχανία όταν η φορολογία της ενέργειας είναι 30% υψηλότερη από την Δυτική Ευρώπη και 50% από τους γείτονες; Πώς να ανασάνει η αγορά ακινήτων όταν παρά την πτώση των τιμών κατά 42% από το (ΤτΕ) οι φόροι πέφτουν κατά ριπάς και ακόμη και έτοιμα projects εταιρειών αξιοποίησης ακινήτων εγκαταλείπονται;
Ακούμε επίσης από όλους για μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις δεν βλέπουμε. Σοβαρές. Δομικές και με νόημα για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Στην οικονομία, την Υγεία, την Παιδεία, τη δημόσια διοίκηση, τη χωροταξία, το ασφαλιστικό, τη φορολόγηση.
Τέτοιες που θα δώσουν περιθώριο στον ιδιωτικό τομέα να ανοίξει δουλειές γρήγορα και αποδοτικά, που θα αλλάξουν εκ βάθρων την αντιπαραγωγική λειτουργία του κράτους και θα αποκόψουν τις γέφυρες της διαφθοράς και της συναλλαγής με τους ιδιώτες, που θα κάνουν την απονομή δικαιοσύνης ταχύτερη και αποδοτικότερη για όλους.
Η σημερινή κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα τις κάνει αλλά με την διακριτική επισήμανση του πρωθυπουργού πως «οι μεταρρυθμίσεις πετυχαίνουν όταν τις πιστέψει και τις αγκαλιάσει η κοινωνία κι όχι όταν επιβάλλονται με τη μορφή εξωτερικών καταναγκασμών».
Η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και ενώ μπροστά ανοίγεται μια ευκαιρία και μπορούμε να δοκιμάσουμε τις λύσεις πριν τα χρονικά περιθώρια γίνουν ασφυκτικά, κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα: συνεχίζουμε να καλλιεργούμε αυταπάτες και να κλοτσάμε το ντενεκεδάκι μας λίγο πιο μακριά προς τον γκρεμό.