Του Γιώργου Καραβάνα*
Η απάντηση είναι προφανώς θετική, αλλά για διαφορετικούς λόγους απ' αυτούς που οι περισσότεροι φαντάζονται! Κάποιοι βλέπουν - λανθασμένα - τις κρατικές δαπάνες ως μια πρόσθετη πηγή τροφοδότησης της οικονομίας, την οποία υποτίθεται αποστερεί η φοροδιαφυγή. Σύμφωνα με τους ίδιους, όταν το κράτος πραγματοποιεί δημόσιες δαπάνες (με τη μορφή μισθών, συντάξεων ή δημόσιων επενδύσεων) «πέφτει φρέσκο χρήμα στην αγορά»...
Στην πραγματικότητα, ούτε φρέσκο είναι αυτό το χρήμα, ούτε και προστίθεται στην αγορά, αφού έχει προηγουμένως αφαιρεθεί από αυτήν! Η φορολογία (υψηλή ή χαμηλή) αποτελεί απλώς το κλάσμα της εθνικής οικονομίας, που οι νομοθέτες αναθέτουν προς διαχείριση στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Τα φορολογικά έσοδα, ούτε προστίθενται ούτε αφαιρούνται από τη συνολική εθνική παραγωγή. Μας δείχνουν απλώς πόσο από τον παραγόμενο πλούτο θα διαχειριστεί το κράτος και πόσος θα αφεθεί να τον διαχειριστούν αυτοί που τον παρήγαγαν.
Αφού, λοιπόν, η φορολογία δεν αυξάνει τον εθνικό πλούτο, ας αναρωτηθούμε ποιος μπορεί να τον διαχειριστεί αποδοτικότερα: το κράτος ή οι ιδιώτες. Σύμφωνα με αυτούς που θέλουν οι κυβερνήσεις να διαχειρίζονται μεγάλο μέρος του ενικού πλούτου: «…όταν το κράτος ξοδεύει λεφτά, το κάνει με τρόπο που δρα πολλαπλασιαστικά για το ευρύτερο καλό της οικονομίας, σε αντίθεση με τις ιδιωτικές δαπάνες, που ευνοούν μόνον όσους τις πραγματοποιούν…».
Αν π.χ. το κράτος χτίσει μια γέφυρα, λένε, δεν δημιουργούνται μόνον οι θέσεις εργασίας για την κατασκευή της αλλά και επιπλέον θέσεις εργασίας σε άλλους κλάδους της οικονομίας, που ευνοούνται από τη λειτουργία της (π.χ. στο εμπόριο, αφού τώρα με τη γέφυρα θα μετακινούνται προϊόντα ταχύτερα και φθηνότερα). Η διαδεδομένη αυτή άποψη εμπεριέχει δύο θεμελιώδη λογικά σφάλματα.
Πρώτον, ξεχνά ότι τα χρήματα για την γέφυρα αφαιρέθηκαν προηγουμένως από την αγορά (το κράτος δεν έχει δικά του λεφτά – με λεφτά των πολιτών χτίστηκε η γέφυρα!). Τα χρήματα αυτά, αν δεν είχαν αφαιρεθεί μέσω της φορολογίας, θα ξοδεύονταν ενδεχομένως για άλλες υπηρεσίες και προϊόντα, που οι ίδιοι οι πολίτες κρίνουν πιο αναγκαία (π.χ. περισσότερα ρούχα, περισσότερα φωτοβολταϊκά και ηλιακούς ή ένα μικρό βαρκάκι για τις διακοπές), δημιουργώντας θέσεις εργασίας στους αντίστοιχους κλάδους.
Οι δαπάνες αυτές (όπως και η κατασκευή της γέφυρας) επίσης θα δρούσαν πολλαπλασιαστικά σε άλλους κλάδους της οικονομίας: οι δαπάνες για ρουχισμό στον τομέα των αυτοματισμών, οι δαπάνες σε φωτοβολταϊκά και ηλιακούς στην εξοικονόμηση ενέργειας (και συναλλάγματος), το βαρκάκι στις υπηρεσίες ελλιμενισμού (κατασκευή νέων θέσεων σε μαρίνες).
Δεύτερον, η «κρατικίστικη» άποψη θεωρεί - εσφαλμένα – ότι οι κυβερνήσεις μπορούν με επιτυχία να προβλέπουν την πορεία των οικονομιών και να σχεδιάζουν ανάλογα. Κάτι τέτοιο όμως αποδεικνύεται ανέφικτο! Οι πορείες των οικονομιών είναι χαοτικές όσο και τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Καθορίζονται από τις αμέτρητες οικονομικές αποφάσεις που παίρνουν καθημερινά δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη, καθώς κι από απρόβλεπτες εξελίξεις της τεχνολογίας. Καμία κυβέρνηση δεν προέβλεψε τα κινητά τηλέφωνα ή τα drones.
Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να προβλέψει αν σε ένα νησί θα ανθίσει περισσότερο ο αλιευτικός ή ο καταδυτικός τουρισμός, ή πιο τρόφιμο θα είναι στις προτιμήσεις των καταναλωτών μετά από λίγα χρόνια.
Φανταστείτε την κυβέρνηση μιας αφρικανικής χώρας, να ξοδεύει τα τεράστια κεφάλαια που απαιτούνται για την κατασκευή δικτύων σταθερής τηλεφωνίας και ενέργειας, λίγα χρόνια πριν την ανακάλυψη των κινητών τηλεφώνων και των οικιακών φωτοβολταϊκών! Ή φανταστείτε μια χώρα σαν τη δική μας, να κατασκευάζει γέφυρες σε έναν εμπορικό δρόμο για να ανακαλύψει λίγα χρόνια αργότερα, πως ο μεγαλύτερος όγκος εμπορευμάτων μεταφέρεται πλέον μέσω drones.
Στον αντίποδα του «κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας», βρίσκεται η αυτορρύθμιση της αγοράς μέσω των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν οι πολίτες αγοράζουν περισσότερα βαρκάκια, οι επενδυτές κατασκευάζουν περισσότερες μαρίνες. Κι όταν οι πολίτες μετακινούνται περισσότερο στο δρόμο, κάνοντας τη λειτουργία των αυτοκινητόδρομων περισσότερο επικερδή, οι δρόμοι επεκτείνονται και βελτιώνονται. Ο πλούτος τυγχάνει της αποδοτικότερης δυνατής διαχείρισης, ελαχιστοποιώντας τη σπατάλη πόρων και κεφαλαίων.
Δεν εισηγούμαι τη μηδενική φορολογία εισοδήματος, παρότι κράτη όπως το Μονακό και το Ντουμπάι δείχνουν πως ακόμα κι αυτό είναι εφικτό. Το κράτος είναι σημαντικό να έχει αρκετά χρήματα για τη διασφάλιση των βασικών λειτουργιών μιας δημοκρατικής πολιτείας: δικαιοσύνη, αστυνόμευση, άμυνα, κοινωνική πρόνοια, πολιτική προστασία (αν και η πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι δείχνει πως, ούτε κι αυτά πλέον δεν είναι ικανό να παρέχει στους πολίτες του το διεφθαρμένο, σπάταλο κι αναποτελεσματικό ελληνικό κράτος…).
Είναι άρα η φοροδιαφυγή μια θεμιτή πρακτική, που όχι μόνο δεν βλάπτει αλλά ίσως και να ωφελεί την εθνική οικονομία; Όχι βέβαια! Η φοροδιαφυγή αποτελεί μια θλιβερή ατομική αντίδραση, που εισάγει στην οικονομία μια νέα ακόμη σημαντική στρέβλωση: την αδικία και τον αθέμιτο ανταγωνισμό! Το συγκριτικό πλεονέκτημα του φοροδιαφεύγοντος έναντι του συνεπούς και νομοταγούς φορολογούμενου. Αντί ο επαγγελματίας να καταφεύγει στη φοροδιαφυγή προκειμένου να διασωθεί και να επιβιώσει ατομικά, είναι καλύτερο να απαιτήσει μαζικά τη δραματική μείωση της φορολογίας για όλους…!
* Ο Γιώργος Καραβάνας είναι Μοριακός Βιολόγος και πολιτικό στέλεχος της ΝΔ