Χαμηλά διατηρείται ο πήχης για τα φετινά έσοδα από τον τουρισμό, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδας, αλλά και ξένων τραπεζών.
Στην νομισματική της έκθεση η ΤτΕ εκτιμά ότι μια μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων των ξένων επισκεπτών κατά 60% σε σχέση με πέρυσι, δηλαδή κατά 10,8 δισ ευρώ, θα οδηγούσε σε πτώση κατά 5,3% του ΑΕΠ. Για παρόμοιας τάξης “βουτιά” στα τουριστικά έσοδα, της τάξης του 50%, κάνει λόγο σε έκθεσή της και η ιταλική τράπεζα UniCredit, εφόσον η κανονική τουριστική δραστηριότητα θα είναι δυνατή μόνο από τον Ιούλιο και μετά.
Αμφότερες οι εκτιμήσεις συμπίπτουν με αυτές των τουριστικών παραγόντων ότι ακόμη και με βάση τα αισιόδοξα σενάρια, δεν θα πρέπει να αναμένουμε περισσότερο από το 20% με 25% των εσόδων που είχαμε πέρυσι από τον τουρισμό και όλα αυτά με την αίρεση ότι δεν θα ξεσπάσει ένα νέο κύμα, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την εξίσωση για τον κλάδο.
Τι προβλέπει το σενάριο της ΤτΕ για τον τουρισμό
Σε ειδικό παράρτημα της έκθεσης της ΤτΕ αναφέρεται ότι μια βουτιά 60% στα τουριστικά έσοδα μεταφράζεται σε μείωση 4,1% των εισοδημάτων των εργαζομένων, προσθέτοντας ότι κάθε μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 1 δισ ευρώ οδηγεί σε μείωση κατά 0,49% του ΑΕΠ.
Στην πράξη η έκθεση της ΤτΕ, όπως και άλλες, κάνουν σαφές ότι κάθε πρόβλεψη για την πορεία του τουρισμού είναι παρακινδυνευμένη, με τους παράγοντες του κλάδου να έχουν κάνει σαφές ότι ουδείς γνωρίζει πόσα ξενοδοχεία θα ανοίξουν τελικά. Στην έκθεση η ΤτΕ προβλέπει σημαντικές απώλειες της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του τουριστικού κλάδου, τις οποίες εκτιμά στο 3,9% για το σύνολο του έτους, μιλώντας για τον τομέα της ελληνικής οικονομίας με τις σημαντικότερες απώλειες.
Απώλειες που αναμένεται να επηρεάσουν κυρίως τους κλάδους των καταλυμάτων, της εστίασης και των μεταφορών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% της δαπάνης των ξένων επισκεπτών στην Ελλάδα, αλλά και άλλους κλάδους άμεσα.
Οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες αφορούν τον εισερχόμενο τουρισμό, ξεπέρασαν τα 18 δισ. ευρώ το 2019 και διαμορφώθηκαν σε 9,7% του ΑΕΠ. 1 Πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, οι προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό διαγράφονταν θετικές.
Ωστόσο, η επιβολή μέτρων περιορισμού ή αναστολής της δραστηριότητας ―λόγω της πανδημίας― σε τομείς της οικονομίας που σχετίζονται στενά με τον τουρισμό (εστίαση, ξενοδοχεία, μεταφορές κ.λπ.) είχε αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην προσφορά όσο και στη ζήτηση των σχετικών υπηρεσιών. Η ζήτηση επηρεάζεται αρνητικά από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των ταξιδιωτών (οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από οικονομίες που έχουν πληγεί) και από την αβεβαιότητα που πηγάζει από την υγειονομική κρίση όσο αυτή δεν έχει ακόμη εξαλειφθεί. Από την άλλη πλευρά, η προσφορά υπηρεσιών έχει ήδη περιοριστεί από την προσωρινή διακοπή λειτουργίας της οικονομίας, ενώ η επανεκκίνηση γίνεται υπό περιορισμούς με στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας.
Οι κύριες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην τουριστική δαπάνη είναι: καταλύματα και εστίαση, μεταφορές (χερσαίες, πλωτές και αεροπορικές), ταξιδιωτικά πρακτορεία, ενοικίαση μεταφορικού εξοπλισμού, πολιτιστικές δραστηριότητες, αναψυχή και αθλητικές δραστηριότητες, συνέδρια και εμπορικές εκθέσεις και λιανικό εμπόριο.
«Βουτιά» 50% στα έσοδα από τον τουρισμό βλέπει η Unicredit
Για απώλειες άνω του 50% των τουριστικών εσόδων φέτος στην Ελλάδα κάνει λόγο από την πλευρά της η ιταλική τράπεζα Unicredit, σημειώνοντας πως από τη στιγμή που η «κανονική» τουριστική δραστηριότητα θα είναι δυνατή μόνο από τον Ιούλιο και μετά, οι χαμηλότερες κρατήσεις μαζί με τις επιπτώσεις στα έσοδα των χωρών συνεργασίας αλλά και την παρατεταμένη διαταραχή στις εναέριες κυκλοφορίες, θα φέρει «βουτιά» στα έσοδα.
Παράλληλα, η UniCredit κάνει λόγο για συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ στο 16% φέτος (από 18,6% που έβλεπε πριν) κυρίως λόγω της ισχυρής «βουτιάς» στα έσοδα από τον τουρισμό, ενώ η ανάκαμψη το επόμενο έτος θα φτάσει το 12% (από 15,5% στην προηγούμενη εκτίμηση).
Κατά το πρώτο τρίμηνο, σημειώνει, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά λιγότερο από 2% σε τριμηνιαία βάση (σε σύγκριση με 3,6% στην Ευρωζώνη), λόγω θετικών συνεισφορών από τη δημόσια κατανάλωση (η οποία πρόσθεσε 0,5% στο ΑΕΠ) και τα αποθέματα (0,8%). Αυτά αντισταθμίζουν εν μέρει την αναμενόμενη αρνητική επίπτωση από την εγχώρια ζήτηση και τις καθαρές εξαγωγές (που «έκοψαν» 1,2% και 1,3% αντίστοιχα από το ΑΕΠ).
Τέλος, στην έκθεση της Unicredit σημειώνεται πως η κυβέρνηση έχει «ρίξει» ένα μεγάλο ποσό για τη στήριξη των εισοδημάτων αλλά και πολλά μέτρα ρευστότητας για να μετριάσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και να υποστηρίξει την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Στα τέλη Μαΐου, το πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης της κυβέρνησης για το 2020 αυξήθηκε σε 15 δισεκατομμύρια ευρώ (δηλαδή το 8% του ΑΕΠ 2019), συμπεριλαμβανομένων 9 δισεκατομμυρίων ευρώ σε επιδοτήσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις, καθώς και 6 δισ. ευρώ σε αναβολές πληρωμών και εγγυήσεις δανείων για τραπεζικά δάνεια σε επιχειρήσεις.