Κατά μια βαθμίδα πάνω από την επενδυτική αξιολόγησε ο διεθνής οίκος DBRS Morningstar την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα η νέα αναβάθμιση τοποθετεί τη χώρα μας στη βαθμίδα BBB με σταθερές προοπτικές, έναντι BBBL (Low) με θετικές προοπτικές που ίσχυε ως σήμερα.
«Η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι παλαιότεροι κίνδυνοι στο τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει, μαζί με τη συνέχιση της υπεραπόδοσης στους δημοσιονομικούς στόχους», αναφέρει ο οίκος στην αξιολόγησή του.
O οίκος αναφέρει ακόμη ότι:
«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και είναι σε καλή θέση για την παροχή πιστώσεων στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU).
Αυτό αντικατοπτρίζει τους χαμηλότερους κινδύνους από το παρελθόν, με σημαντική μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος βρίσκεται πλέον κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) θα μειωθούν ταχύτερα από ό,τι αρχικά αναμενόταν.
Επιπλέον, με τη στήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τις συμμετοχές του σε συστημικές τράπεζες χαλαρώνοντας τη σύνδεση μεταξύ του κράτους και των τραπεζών τομέα».
Η Morningstar DBRS σημειώνει επίσης ότι «ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να έχει μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 στο 154% το 2024.
Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπερκαλύπτουν τους δημοσιονομικούς στόχους με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν υψηλά στο μέλλον. Αυτό θα διευκολύνει πιθανότατα την περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος προβλέπεται να μειωθεί σε επίπεδα κάτω του 140% έως το 2027 από την κυβέρνηση».
Η σταθερή τάση στην αξιολόγηση αντανακλά την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για το ελληνικό αξιόχρεο είναι ισορροπημένοι.
Ειδικότερα, αναφέρει:
«Το αξιόχρεο της Ελλάδας υποστηρίζεται από ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής, χάρη στην ένταξη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και από την εφαρμογή θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων στο παρελθόν που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να είναι σημαντικά ενισχυμένες από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, κάτι που μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της ΕΕ, θα μπορούσε να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Από το 2021, η Ελλάδα έχει υψηλότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 2,2% το 2024 και θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2025, σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.
Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντανακλάται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τα πολλαπλά σοκ που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020 και μετά.
Παρ' όλα αυτά, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».
Η Morningstar DBRS σημειώνει ότι θα μπορούσε να αναβαθμίσει το αξιόχρεο εάν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα:
- (1) περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους που υποστηρίζεται από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα, ή
- (2) συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα να βελτιώνονται έτσι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
- Από την άλλη πλευρά, αναφέρει ότι θα μπορούσε να υποβαθμίσει το αξιόχρεο, εάν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα:
- (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή υλοποίηση δυνητικών υποχρεώσεων που θέτουν τον λόγο του δημόσιου χρέους σε μια διαρκή ανοδική τάση,
- (2) μια αντιστροφή της διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ή
- (3) μία σημαντική επιδείνωση της εξωτερικής θέσης της Ελλάδας.
Μάλιστα, όπως είχε επισημάνει πρόσφατα ο οίκος αξιολόγησης, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών της Ευρώπης που έχουν θετικές προοπτικές, κάτι που σημαίνει ότι πιθανές αναβαθμίσεις στο εξής είναι πιθανές. Κάθε αξιολόγηση, σύμφωνα με τους αναλυτές της DBRS, έχει τη δική της αξία και μάλιστα τη στιγμή που η ελληνική οικονομία βρίσκεται εν μέσω έντονης αβεβαιότητας λόγω οικονομικών, γεωπολιτικών αλλά και εμπορικών αλλαγών.
Βεβαίως, μεγάλο ενδιαφέρον για τη χώρα μας θα έχει και η αξιολόγηση της Moody’s που αναμένεται σε μια εβδομάδα, στις 14 Μαρτίου, καθώς ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης είναι ο μοναδικός που δεν έχει δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα.
Σημειώνεται ότι η χώρα μας, επίσημα, ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα στις 8 Σεπτεμβρίου 2023 από την DBRS. Ακολούθησε τις 20 Οκτωβρίου 2023 η Standard and Poor’s και η Fitch Ratings την 1η Δεκεμβρίου 2023. Από τους προαναφερόμενους οίκος είχε προηγηθεί ο γερμανικός οίκος Scope Ratings.
Τι λένε οι αναλυτές της DBRS για τις τράπεζες
Πρόσφατα οι αναλυτές της DBRS σε σχετική τους έκθεση είχαν επισημάνει ότι τα οικονομικά μεγέθη του τραπεζικού κλάδου παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση για το 2024 ενώ παράλληλα η χρηματοδότηση και η ρευστότητα παραμένουν υγιείς.
Παράλληλα, όπως επεσήμαναν, τα κεφαλαιακά αποθέματα έχουν ενισχυθεί και η ποιότητα του κεφαλαίου βελτιώθηκε το 2024, αυξάνοντας τη στρατηγική ευελιξία. Ενώ τα μερίσματα και οι επαναγορές μετοχών παραμένουν προτεραιότητα στο άμεσο μέλλον, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να εξετάζουν άλλες επιλογές για την ανάπτυξη κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των συγχωνεύσεων και των εξαγορών.
Ακόμη, οι αναλυτές της DBRS Morningstar αναφέρουν ότι και το προφίλ ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω το 2024, λόγω της οργανικής διαχείρισης των NPEs, των πωλήσεων NPEs, των περιορισμένων νέων εισροών προβληματικών δανείων και της ενισχυμένης κάλυψης των δανείων.
Ως αποτέλεσμα, οι μέσοι δείκτες ακαθάριστων και καθαρών NPE μειώθηκαν στο 2,9% και 0,8%, αντίστοιχα, στα τέλη του 2024, από 4,1% και 1,4% ένα χρόνο νωρίτερα.
Εκτός από την αναβάθμιση της DBRS Morningstar και αυτήν της Moody’s στις 14 Μαρτίου υπάρχουν άλλες 8 κρίσιμες ημερομηνίες για την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου.
Πρόκειται για τις 18 Απριλίου όπου αναμένεται η αξιολόγηση της Standard and Poor’s, στις 16 Μαϊου της Fitch Ratings, στις 30 Μαίου της Scope Ratings, στις 5 Σεπτεμβρίου της DBRS Morningstar, στις 19 Σεπτεμβρίου της Moody’s, στις 17 Οκτωβρίου Standard and Poor’s, στις 7 Νοεμβρίου της Scope και στις 14 Νοεμβρίου της Fitch.