Του Γιώργου Φιντικάκη
Ένα καθημερινό «blame game», που ενισχύει τις ενδείξεις ότι η πώληση των λιγνιτικών μονάδων οδεύει προς ναυάγιο, εξελίσσεται 24 ώρες πριν την εκπνοή του διαγωνισμό της ΔΕΗ.
«Δεν περιμένουμε ότι οι ιδιώτες επενδυτές θα προσφέρουν τέτοια ποσά ώστε να τα ανακτήσουν σε 25 και πλέον χρόνια, όπως η ΔΕΗ, ας τα ανακτήσουν στα μισά χρόνια», είπε χαρακτηριστικά χθες ο επικεφαλής της Μανώλης Παναγιωτάκης, απαντώντας στην ουσία σε διαρροές εκ μέρους των υποψηφίων που ενοχλημένοι, του έχουν ζητήσει να τους υποδείξει εκείνος το εύλογο τίμημα.
Είχαν προηγηθεί δηλώσεις του την περασμένη Παρασκευή στο ΑΠΕ, με τις οποίες ο κ. Παναγιωτάκης κατηγορούσε εμμέσως πλην σαφώς τους επενδυτές για προσπάθεια απαξίωσης των μονάδων, διαμηνύοντας ότι «η ΔΕΗ θα τις πουλήσει συμμορφούμενη με τις αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων, ωστόσο δεν θα τις ξεπουλήσει».
Αντίστοιχου ύφους δηλώσεις έκανε και την περασμένη Τετάρτη από το βήμα της Βουλής, μια μόλις ημέρα πριν καλέσει σε συνάντηση τους επενδυτές, που επειδή τελικά δεν ανταποκρίθηκαν, αυτή μετατράπηκε σε τηλεδιάσκεψη, στην οποία και πάλι κάποιοι δεν συμμετείχαν, ενισχύοντας περαιτέρω την εικόνα ότι οι πιθανότητες να κατατεθούν αύριο προσφορές είναι ελάχιστες.
Το πιο πρόσφατο κομμάτι του παζλ σε αυτό το παιχνίδι καταλογισμού ευθυνών μπήκε χθες με την ομιλία Παναγιωτάκη κατά την εκδήλωση κοπής της πίτας της ΔΕΗ για το 2019.
«Σε αγορές και χώρες πολύ πιο ώριμες και οικονομικά ανεπτυγμένες οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού δεν βασίζονται σε μεγάλα περιθώρια κέρδους, αλλά στην ποσότητα του προϊόντος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Παναγιωτάκης, συνδέοντας το εύλογο τίμημα με την κοινωνική και επιχειρηματική πτυχή της παροχής ρεύματος, και επαναλαμβάνοντας ότι από τη πλευρά της η ΔΕΗ θα κάνει ό,τι είναι δυνατό για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος.
Στην πράξη, δηλώσεις σαν τις παραπάνω ερμηνεύονται αφενός ως προσπάθεια της διοίκησης της επιχείρησης να αποσείσει από πάνω της οποιαδήποτε ευθύνη για τυχόν ναυάγιο, αφετέρου όμως και ως ένα ύστατο κάλεσμα στους επενδυτές να αναθεωρήσουν έστω και στο παρά πέντε τη στάση τους και να εμφανιστούν αύριο στο διαγωνισμό.
Διότι πέρα από την όποια απόπειρα απόδοσης ευθυνών για την έκβαση του εγχειρήματος, η ΔΕΗ φοβάται ανεπιθύμητες εξελίξεις, όπως η επαναφορά της απαίτησης των Βρυξελλών για πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων και επιστροφή σε μοντέλα τύπου «Μικρής ΔΕΗ». Στόχος επομένως από ελληνικής πλευράς είναι να κερδηθεί χρόνος.
Από την πλευρά του το υπουργείο Ενέργειας έχοντας πλέον αποδεχθεί ως υπαρκτό το αρνητικό σενάριο, λαμβάνει τα μέτρα του για την όσο το δυνατόν καλύτερη διαχείριση μιας αποτυχίας. Διαρρέει ότι αν αποτύχει ο διαγωνισμός, τότε θα γίνει «ό,τι ακριβώς προβλέπει ο κανονισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», δίχως να διευκρινίζει τι ακριβώς εννοεί, ενώ και ο κ. Παναγιωτάκης μιλώντας προ ημερών στη Βουλή έκανε λόγο για «εναλλακτικές προτάσεις», χωρίς και εκείνος να εξηγήσει ποιες είναι αυτές.
Η γενικότερη αίσθηση είναι πως τόσο το υπουργείο όσο και η ΔΕΗ, εννοούν ότι αν το εγχείρημα αποτύχει, θα είναι οι τεχνοκράτες της DG Comp που θα δρομολογήσουν σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση τις εξελίξεις της επόμενης ημέρας. Και επειδή σε λίγους μήνες έχουμε Ευρωεκλογές και τα μέλη της Κομισιόν αλλάζουν, η ελληνική πλευρά ποντάρει στο γεγονός ότι οι όποιες διαδικασίες θα «παγώσουν» και άρα το θέμα θα πάει λογικά προς τα πίσω.
Αγοράζοντας λοιπόν χρόνο, θα παραδώσει το πρόβλημα στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης.
Στο ακραίο σενάριο, που οι κοινοτικές υπηρεσίες, κρίνουν ότι ο μόνος τρόπος για να μειωθεί η κυρίαρχη θέση της ΔΕΗ στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού, είναι να πωληθούν υδροηλεκτρικές μονάδες, θα έχουν περάσει τόσο πολύμηνες διαβουλεύσεις, ώστε θα είναι οι επόμενοι που θα παραλάβουν την καυτή πατάτα.
Τα παραπάνω φυσικά δεν είναι παρά σενάρια. Δεν αποκλείεται οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί να συναντήσουν εμπόδια από την πλευρά της Κομισιόν, όπως τουλάχιστον φάνηκε κατά την τελευταία επίσκεψη τόσο των τεχνικών κλιμακίων όσο και των επικεφαλής των θεσμών, οι οποίοι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τύχη του διαγωνισμού όσο και για τη σύνδεσή του με το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού που καρκινοβατεί. Δεν μπορεί να αποκλειστεί, εφόσον δεν περπατήσει ο διαγωνισμός, να υπάρξουν εξελίξεις ως τις 27 Φεβρουαρίου, οπότε και πρέπει η κυβέρνηση να έχει παρουσιάσει πρόοδο στα προαπαιτούμενα της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης.