Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η οικονομική ευρωστία μιας χώρας κρίνεται κυρίως από την ικανότητά της να προσελκύει κεφάλαια. Πριν από 65 χρόνια θεσπίστηκε νόμος που καθιέρωσε απλούς και κατανοητούς κανόνες για τις επενδύσεις στη χώρα. Πρόκειται για το Νομοθετικό Διάταγμα 2687 της 10ης Νοεμβρίου 1953 «Περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού». Την έμπνευση και την πρωτοβουλία του νόμου είχε αποκλειστικά ο Σπύρος Μαρκεζίνης, υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Παπάγου.
Ο νομοθέτης είχε τη σοφία να δώσει στον νόμο αυτό αυξημένη τυπική ισχύ στα πλαίσια του Συντάγματος του 1952. Τούτο σήμαινε, με απλά λόγια, ότι μια άλλη κυβέρνηση δεν μπορούσε να καταργήσει αναδρομικά τα δικαιώματα όσων είχαν ήδη υπαχθεί στον ευεργετικό νόμο.
Ο τόσο σημαντικός για την ελληνική οικονομία νόμος Μαρκεζίνη κάλυπτε μετά βίας έξι σελίδες στο υπ' αριθ. 317 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Τα δεκαεπτά (17) άρθρα του ήσαν διατυπωμένα με μόλις 2.555 λέξεις σε άπταιστη καθαρεύουσα, απολύτως κατανοητή και από τον απόφοιτο του δημοτικού σχολείου εκείνης της εποχής.
Δεν περιείχε παγίδες και νομικά τεχνάσματα, τα οποία θα μπορούσαν να ξεγελάσουν τους υποψήφιους επενδυτές, και με τη λιτή και σαφή διατύπωσή του δεν άφηνε κανένα περιθώριο για διαφθορά των υπαλλήλων ή των αξιωματούχων του κράτους.
Το 2016 ψηφίστηκε ο νέος αναπτυξιακός νόμος 4399/2016. Το κείμενο του νόμου περιλαμβάνει 31.832 λέξεις. Δωδεκάμισι φορές περισσότερες από τον νόμο του 1953. Έχει 80 άρθρα και καταλαμβάνει 61 σελίδες στο ΦΕΚ. O νόμος, μολονότι διατυπωμένος στη δημοτική γλώσσα, είναι ακατανόητος και ασαφής, ακόμη και για τους ειδικούς.
Με βάση τις πρόνοιες του νόμου Μαρκεζίνη για την κατοχύρωση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων σε συνδυασμό με την υποτίμηση της δραχμής, την πρόσδεσή της στο δολάριο και τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα της κατεστραμμένης -από τον Β'' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο Πόλεμο- ελληνικής οικονομίας. Η χώρα κατά την εικοσαετία που ακολούθησε πέτυχε πρωτόγνωρους ρυθμούς ανάπτυξης, περίπου 7% ετησίως.
Κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης συνέβησαν πολλά μέχρι και το 2010, οπότε η ελληνική οικονομία χρεοκόπησε και χρειάστηκε τη θεσμική συνδρομή των εταίρων της προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα. Τα τρία μνημόνια, εκτός από τη δημοσιονομική διάσταση, είχαν ως αποτέλεσμα και την εφαρμογή κάποιων άτολμων και αναιμικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία.
Δυστυχώς, όπως προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ανταγωνιστικότητα των χωρών (Doing Business 2019), η Ελλάδα κατατάσσεται 72η μεταξύ 190 χωρών στους δείκτες, οι οποίοι διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα. Με άλλες κουβέντες, η Ελλάδα δεν είναι φιλική χώρα για επενδύσεις. Μεταξύ των άλλων γνωστών εμποδίων για την επιχειρηματική δραστηριότητα, καταγράφονται στην έκθεση η πολυπλοκότητα και ασάφεια της νομοθεσίας, καθώς και η αβεβαιότητα για το θεσμικό περιβάλλον των επενδύσεων.
Αποτελεί πρώτη προτεραιότητα της χώρας και απαραίτητη προϋπόθεση της ανάκτησης της εμπιστοσύνης Ελλήνων και ξένων επενδυτών προς την ελληνική οικονομία, η θέσπιση απλής και κατανοητής επενδυτικής νομοθεσίας και σταθερού και αμετάβλητου θεσμικού πλαισίου για όσους υπάγονται σ' αυτό.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 9 Νοεμβρίου