Στη μακρά περίοδο του lockdown οι διεθνείς οίκοι δημοπρασιών προσαρμόστηκαν στη συνθήκη της κοινωνικής απομόνωσης, πραγματοποιώντας τις πωλήσεις τους online στις ψηφιακές τους πλατφόρμες. Η ακύρωση ή χρονική μετάθεση των προγραμματισμένων εκδηλώσεων στο ασφαλές μέλλον, υποχρέωσε την αγορά σε αναγκαστικές συγχωνεύσεις δημοπρασιών, καθώς η διοργανώτρια πόλη, η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Χονγκ Κονγκ, δε μετρούσε. Εφόσον τα έργα παρουσιάζονται ψηφιακά, μπορούν να «χτυπηθούν» από οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη. Από το βράδυ της Τρίτης, όμως, φαίνεται ότι κάτι αλλάζει, όχι μόνο στον τρόπο, αλλά και στην ίδια τη φυσιογνωμία των δημοπρασιών έργων τέχνης.
Ο οίκος Sotheby’s ολοκλήρωσε την εφιαλτική χρονιά του 2020 με μια τελευταία βραδινή δημοπρασία ζωντανής ροής (livestreaming) στις 8/11. Η πώληση με έργα ιμπρεσιονιστικής, μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης (“Impressionist, Modern & Contemporary Art”), απέφερε 52,9 εκατομμύρια δολάρια (χωρίς προμήθεια), πολύ πάνω από τη χαμηλή εκτίμηση των 40,1 εκατομμυρίων δολαρίων, με ποσοστό πωλήσεων στο 92%. Κάποιος, ίσως όχι τόσο συστηματικός επισκέπτης, θεωρήσει ότι δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο στη συγκεκριμένη δημοπρασία, καθώς μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, ο οίκος πραγματοποίησε αρκετές βραδινές πωλήσεις με έργα ιμπρεσιονιστών και μοντέρνων καλλιτεχνών, που ακολουθήθηκαν από πωλήσεις μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης. Όχι όμως, αυτή η δημοπρασία ήταν κάτι το εντελώς πρωτοφανές, αντί για δύο ξεχωριστές πωλήσεις.
Αν έχετε μπερδευτεί, ας πούμε ότι παρακολουθήσαμε ένα υβριδικό πείραμα σε μια χρονιά που όλες οι προσδοκίες για το πώς μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα «φυσιολογικά», ανατράπηκαν. Προέκυψε, λοιπόν, μια δημοπρασία που, σύμφωνα με τους επιμελητές του οίκου, δημιούργησε ένα πανοραμικό γεγονός το οποίο αφηγείται την ιστορία της τέχνης τα τελευταία 150 χρόνια. Αριστουργήματα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα έργα των ημερών μας συγκεντρώθηκαν για να δείξουν ότι πέρα από τεχνοτροπικά ρεύματα και στιλ, η τέχνη είναι μία.
Κορυφαίος λαχνός ήταν το έργο του Alexander Calder «Mariposa» (1951) από τη συλλογή του ιδρυτή της «Neiman Marcus», Stanley Marcus, που βγήκε στο σφυρί έπειτα από πτώχευση της εταιρείας του. Το έργο ξεπέρασε την υψηλή εκτίμηση των 8 εκατομμυρίων δολαρίων και κατακυρώθηκε στα 16,6 εκατομμύρια δολάρια σε αγοραστή από το τηλέφωνο, αφού δόθηκε κυριολεκτικά «μάχη» από πολλούς υποψήφιους αγοραστές. Με την προμήθεια το έργο στοίχισε στο νέο του ιδιοκτήτη 18,2 εκατομμύρια δολάρια.
Ο μόνος άλλος λαχνός που έπιασε πάνω από 10 εκατομμύρια, ήταν το «Buste de femme assise» του Picasso (1962), ένα πορτρέτο της συζύγου και της μούσας του καλλιτέχνη Jacqueline, το οποίο πουλήθηκε έναντι 9,5 εκατομμυρίων δολαρίων (11,2 εκατομ. δολ. με την προμήθεια).
Ένας άλλος διακεκριμένος πωλητής ήταν το Μουσείο του Μπρούκλιν, το οποίο συνεχίζει την πώληση αριστουργημάτων για την επιβίωσή του, τούτη τη φορά με έναν Monet “Vernon, soleil” (1894). Το έργο πωλήθηκε για 3,9 εκατομμύρια δολάρια, ακριβώς κάτω από τη χαμηλή εκτίμηση 4 εκατομμυρίων δολαρίων.
Τα αίματα ανάψανε όταν τέσσερις πλειοδότες εκτίναξαν την τιμή για τον κ. Johnson (Sammy From Miami) του σύγχρονου αφροαμερικανού ζωγράφου Barkley L. Hendricks έως ότου το σφυρί χτύπησε στην τιμή των 3,3 εκατομμυρίων δολαρίων (4 εκατομ. δολ. με την προμήθεια), πόσο ρεκόρ για τον Hendricks, του οποίου η αγορά έχει αυξηθεί κατακόρυφα από τον θάνατό του το 2017. (Έχει αναφερθεί ότι οι πίνακες του Hendricks αλλάζουν χέρια ιδιωτικά για έως και 14 εκατομμύρια δολάρια.)
Ο Μάθιου Γουόνγκ, το νέο αστέρι της αγοράς που πέθανε στα 35 του το 2019, συνέχισε επίσης την ανοδική του πορεία. Το έργο Pink Wave (2017) πουλήθηκε στην τιμή των 1,9 εκατομμυρίων δολαρίων ή 2,35 εκατομμυρίων δολαρίων με την προμήθεια, πολύ πάνω από την υψηλή εκτίμηση των 400.000 δολαρίων - το τρίτο υψηλότερο χτύπημα για καλλιτέχνη του οποίου οι τιμές δεν έχουν ακόμη φτάσει το ανώτατο όριό τους. Ο λαχνός προκάλεσε ίσως την μεγαλύτερη σε διάρκεια σύγκρουση της νύχτας, με τον επικεφαλής πωλήσεων της Νέας Υόρκης Ντέιβιντ Γκαλπερίν και τον senior vice president της Imp-Mod Scott Niichel να κινούνται μπρος-πίσω για πάνω από δέκα λεπτά μέχρι να επικρατήσει ο πλειοδότης. Τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη μας τον έχει γνωρίσει στην Ελλάδα η Αταλάντη Μαρτίνου – η επιμελήτρια που έφερε τον George Condo στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – στο χώρο τέχνης Arch που έχει φτιάξει στο κέντρο της Αθήνας (Γκούρα 5, Πλάκα). Την περίοδο αυτή τρέχει έκθεση με έργα του Γουόνγκ η οποία έχει πάρει παράταση έως τις 11/1/2021, προκειμένου να είναι επισκέψιμη για το κοινό μετά το lockdown.
Οι εν ζωή καλλιτέχνες τα πήγαν αρκετά καλά. Το έργο «Stranger # 37» (2008) του Glenn Ligon έπιασε την τιμή των 2,8 εκατομμυρίων δολαρίων και το «Drag Her to The Grave» του Mark Bradford (2011) χτύπησε το σφυρί στα 3 εκατομμύρια δολάρια (3,65 με προμήθεια). Στους αρνητικούς πρωταγωνιστές, το σχέδιο «Reproduction Drawing III» της Jenny Saville (After the Leonardo Cartoon) (2009–10) βρήκε αγοραστή στις 530.000 δολάρια, τιμή πολύ χαμηλότερη από την χαμηλή εκτίμηση των 700.000 δολαρίων.
Δεν ήταν βεβαίως όλα ρόδινα. Το ποσοστό πωλήσεων 92% είναι μάλλον παραπλανητικό, καθώς σχεδόν το 20% του συνόλου των έργων είχε αποσυρθεί πριν από την πώληση. Ωστόσο, οι διοργανωτές ισχυρίζονται ότι περισσότεροι από ένα εκατομμύριο επισκέπτες συντονίστηκαν για να παρακολουθήσουν την συγκεκριμένη δημοπρασία, που καταγράφεται πλέον στην ιστορία των δημοπρασιών ως ένα μοναδικό blockbuster!