Στους φόρους, αλλά και στην έλλειψη ισχυρού ανταγωνισμού σε κάποιους από τους πιο κομβικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, οφείλεται το γεγονός ότι σχεδόν το μισό μηνιαίο εισόδημα ενός μέσου νοικοκυριού καταλήγει σε λογαριασμούς ΔΕΚΟ, και παροχής υπηρεσιών, όπως το ρεύμα, η ύδρευση και οι τηλεπικοινωνίες, αναφέρει στο liberal.gr o καθηγητής Γιώργος Δουκίδης από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας που επιμελήθηκε το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (ELTRUN), ο καθηγητής του ΟΠΑ αναδεικνύει ένα πρόβλημα, που σχετίζεται άμεσα με την απελευθέρωση των αγορών στην Ελλάδα, καθώς όπως λέει “το γεγονός ότι οι λογαριασμοί απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των μηνιαίων δαπανών σχετίζεται με την χαμηλή ανταγωνιστικότητα των οργανισμών κοινής ωφέλειας”, προσθέτοντας ότι πρέπει να συνεχισθει η προσπάθεια για αύξηση της παραγωγικότητας των οργανισμών αυτών μέσω ιδιωτικοποιήσεων αλλά και επαγγελματικού μάνατζμεντ.
Ερωτηθείς κατά πόσο οι ελαφρύνσεις που φέρνει το φορολογικό νομοσχέδιο, θα αντιστρέψει την σημερινή εικόνα, σύμφωνα με την οποία το 25% του μηνιαίου μας εισοδήματος καταλήγει σε λογαριασμούς και το 19% σε φόρους, (σύνολο 44%), απαντά ότι ναι μεν οι μειώσεις των φόρων θα δώσουν μια τόνωση στην αγορά, ωστόσο από μόνες τους δεν αρκούν, καθώς η μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών εντοπίζεται στους μηνιαίους λογαριασμούς, εκέι επομένως πρέπει να γίνουν και οι μεγαλύτερες παρεμβάσεις.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου, σχεδόν το μισό εισόδημα των νοικοκυριών πηγαίνει σε λογαριασμούς και φόρους. Είναι μια κατάσταση αμετάβλητη τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ή παρατηρείτε αυξητικές τάσεις;
Οι εκτιμήσεις μας είναι ότι αυτή η κατάσταση έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης. Η πίεση που δέχονται οι Έλληνες καταναλωτές είναι φανερή και από το γεγονός ότι 3 στους 4 καταναλωτές ξοδεύουν πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματος τους σε μηνιαία βάση, ενώ το 10% δανείζεται με κάποιο τρόπο για να καλύψει τις μηνιαίες βασικές του ανάγκες.
Σίγουρα η καταναλωτική συνήθεια, απόρροια της κρίσης, είναι η αυξητική αναζήτηση των προσφορών αφού 6 στους 10 καταναλωτές περιμένουν τις εκπτώσεις για να κάνουν τις αγορές του ενώ 2 στους 3 κυνηγούν τις προσφορές.
- Πέραν όμως των υψηλών φόρων, θα λέγατε ότι ένας παράγοντας που διαμορφώνει την παραπάνω εικόνα, σχετίζεται και με την έλλειψη ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών; Και αν ναι, που εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα;
Η ελληνική αγορά καταναλωτικών αγαθών καθορίζεται από την προσφορά επωνύμων εισαγόμενων προϊόντων καθώς και από το μικρό μέγεθος της συνολικής αγοράς. Αυτές οι αγορές έχουν τα χαρακτηριστικά του μικρού ανταγωνισμού.
Εδώ παρουσιάζεται μια ευκαιρία για την σταδιακή δημιουργία μιας ανταγωνιστικής τοπικής παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που σίγουρα θα αυξήσει τον ανταγωνισμό προς όφελος των καταναλωτών. Αυτό ήδη συμβαίνει στον χώρο των τροφίμων με αποτέλεσμα το μέσο καλάθι αγορών να είναι τουλάχιστον κατά 30-35% φθηνότερο από το αντίστοιχο χωρών της Δυτικής Ευρώπης.
- Βλέπετε η κατάσταση αυτή που αποτυπώνεται στην έρευνα του ΟΠΑ να αλλάζει, δεδομένων και των αλλαγών που φέρνει το φορολογικό νομοσχέδιο ή να διατηρείται σταθερή;
Σίγουρα το φορολογικό νομοσχέδιο με την μείωση των φορολογικών συντελεστών θα δώσει την δυνατότητα για μια σχετική τόνωση της αγοράς και για αύξηση των δαπανών σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Όμως αυτό δεν αρκεί γιατί η μεγαλύτερη κατηγορία δαπανών είναι στους μηνιαίους λογαριασμούς. Δηλαδή αυτούς που αφορούν στο ρεύμα, στην ύδρευση, αλλά και στις τηλεπικοινωνίες (κινητή και σταθερή).
Το γεγονός ότι οι λογαριασμοί αυτοί απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των μηνιαίων δαπανών σχετίζεται με την χαμηλή ανταγωνιστικότητα των οργανισμών κοινής ωφέλειας αλλά και με τις καταναλωτικές προτιμήσεις των Ελλήνων σε συγκεκριμένες υπηρεσίες που είναι της μόδας.
Για την πρώτη περίπτωση θα πρέπει να συνεχισθεί η προσπάθεια για αύξηση της παραγωγικότητας των οργανισμών αυτών μέσω των ιδιωτικοποιήσεων αλλά και του επαγγελματικού μάνατζμεντ.
- Η έρευνα κατέγραψε την αυξανόμενη σημασία του ηλεκτρονικού εμπορίου και των πολυκαναλικών τάσεων στο λιανμεπόριο. Τι σημασία έχει αυτό γενικά για το εμπόριο και βλέπετε προοπτικές ανάπτυξης για το ψηφιακό κανάλι;
Η αγορά του ηλεκτρονικού εμπορίου B-C είναι πλέον σημαντική για την Ελλάδα αφού φέτος αναμένεται να ξεπεράσει τα 7 δισ. ευρώ. Παρ ότι αυτό είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής εμπορικής δραστηριότητας, εντούτοις αποτελεί την μοναδική κατηγορία του εμπορίου που αναπτύσσεται με ρυθμό περίπου 15-20% ετησίως.
Υπάρχουν μάλιστα κάποια segments που αναπτύσσονται πολύ δυναμικά, για παράδειγμα οι online πωλήσεις στα καλλυντικά είναι περίπου 200 εκατ. ευρώ, ενώ το online food delivery είναι κοντά στα 500 εκατ ευρώ. Το διαδίκτυο στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως ως κανάλι προώθησης και όχι τόσο πολύ ως κανάλι πώληση- διανομής.
Η έρευνα κατέγραψε ότι το 50% των συνολικών μας αγορών επηρεάζεται από στοιχεία που βρίσκουμε και έρευνα που κάνουμε στο διαδίκτυο. Άρα το διαδίκτυο είναι πολύ σημαντικό για τις λιανεμπορικές εταιρείες και τα brands, και γι'' αυτό το λόγο επενδύουν σημαντικά πόσα στο ψηφιακό μάρκετιγκ. Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις που οι επενδύσεις σε ψηφιακά μέσα προώθησης ξεπερνούν αυτές των γνωστών μέσων προώθησης.
- Τα λιγότερα φορολογικά βάρη για τις επιχειρήσεις (πχ η μείωση συντελεστή στο 24% από 28%), μαζί με άλλες φορολογικές και αναπτυξιακές παρεμβάσεις, μπορεί να μετατραπούν από του χρόνου σε επενδύσεις; Ή αυτές θέλουν ακόμη χρόνο μέχρι να ωριμάσουν;
Χαρακτηριστικό των χωρών με υψηλά αναπτυξιακά μεγέθη είναι σίγουρα η χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων. Άρα η μείωση του συντελεστή κινείται προς την σωστή κατεύθυνση.
Βέβαια αυτό από μόνο του δεν αρκεί γιατί η επενδυτική αναγέννηση σχετίζεται και με άλλους παράγοντες που βοηθούν την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων όπως: Φιλικό δημόσιο, μειωμένη γραφειοκρατία, σταθερό φορολογικό πλαίσιο, περιορισμένη διαφθορά και φοροδιαφυγή, ανθρώπινο δυναμικό με τις αναγκαίες δεξιότητες, κλπ. Άρα χρειάζεται να συνεχισθεί ο δύσκολος αγώνας των μεταρρυθμίσεων.