Η σημαντικότερη πρόκληση της Ελλάδας είναι η εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε να ενισχυθούν οι δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, αναφέρει το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.
Στο πλαίσιο της μηνιαίας έκθεσης που δημοσιεύει σήμερα Πέμπτη το γερμανικό ΥΠΟΙΚ, προβαίνει σε δική του εκτίμηση για τα τρία ελληνικά προγράμματα και αναφέρει πως στο επίκεντρο της στενής εποπτείας θα βρίσκονται η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022) και ακολούθως τήρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων όπως και η συνέχιση της εφαρμογής των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των δυνατοτήτων οικονομικής ανάπτυξης.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση και μεταδίδει η Deutsche Welle, η ενδυνάμωση αυτών των δυνατοτήτων συνιστά «τη σημαντικότερη πρόκληση της Ελλάδας μετά το τέλος των προγραμμάτων». Υπό την επιτήρηση της Κομισιόν, του ΕΜΣ και της ΕΚΤ η Ελλάδα θα βρίσκεται έως ότου αποσβεστεί «τουλάχιστον» το 75% των ευρωπαϊκών δανείων.
Ακόμη, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών τονίζει, ότι μελλοντικά η ΕΕ θα συνεχίσει να παρέχει στήριξη για την ανάπτυξη της Ελλάδας. Ως εργαλεία αναφέρονται ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία, προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και της Ευρωπαϊκής Επενδυτικής Τράπεζας, η οποία παρείχε τα τελευταία 5 χρόνια δάνεια και εγγυήσεις ύψους 9 δισ. ευρώ, αλλά και παροχή βοήθειας στην εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών σχεδίων από την ΕΕ σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη όπως και διμερείς πρωτοβουλίες.
Ο οκτασέλιδος απολογισμός καταλήγει, μετά από μια σύντομη ιστορική αναδρομή των τελευταίων δέκα χρόνων, στο συμπέρασμα ότι η «Ελλάδα ολοκλήρωσε με επιτυχία το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής». Η χώρα αξιοποίησε τα τρία προγράμματα «για να εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές όπως και για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών». Αναφορικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας διαπιστώνεται «εκ νέου ανάπτυξη», όχι όμως με τους μέσους ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Για την Ελλάδα, η Κομισιόν αναμένει για φέτος αύξηση της τάξεως του 1,9%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη θα κυμαίνεται στο 2,1%.
Σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η έκθεση επικαλείται τις σχετικές εκτιμήσεις της Κομισιόν: Αν η Ελλάδα τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους και οι οικονομικές της επιδόσεις αυξηθούν όπως αναμένεται από την Κομισιόν, τότε σε βάθος χρόνου θα μειωθεί και το χρέος. Παράλληλα όμως το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών παραδέχεται, ότι τα σενάρια της Κομισιόν «λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος (έως το έτος 2060) θεωρούνται αβέβαια και δεν μπορούν να θεωρηθούν προγνώσεις». Σε περίπτωση που η Ελλάδα καταφέρει ετήσιο πλεόνασμα στον προϋπολογισμό 3,5% ως το 2022, στη συνέχεια 2% και ετήσια αντικειμενική ανάπτυξη της οικονομίας κατά 1%, τότε το χρέος της θα μειωθεί το 2060 στο 96,8%.
Τέλος, στην έκθεση επισημαίνεται πως η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης θα «ελέγχονται και θα συνοδεύονται» τόσο στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του Ευρωπαϊκό Εξαμήνου, που ισχύει για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, όσο και από μια «ειδική παρακολούθηση». Σε αυτό το πλαίσιο το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών επικροτεί την απόφαση του Eurogroup να εξαρτηθεί η ελάφρυνση του χρέους από την πορεία των μεταρρυθμίσεων: «Προκειμένου να αυξήσει την αξιοπιστία της υλοποίησης ενός μέρους των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, το Eurogroup τα έχει συνδέσει με την παρακολούθηση μετά το τέλος των προγραμμάτων».