Το ζήτημα της αύξησης των μισθών έχει τέσσερα σημεία που πρέπει να διευκρινιστούν: α) εάν αναφέρεται στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, β) την έννοια του μέσου μισθού, γ) το σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό των αυξήσεων, δ) την οπτική αναζήτησης της απάντησης, δηλαδή μακροοικονομική (εάν και κατά πόσο την υποστηρίζουν τα πραγματικά μακροοικονομικά δεδομένα) και την μικροοικονομική (ποια θα είναι η στάση των επιχειρήσεων όταν κληθούν να την εφαρμόσουν) σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Η προσοχή μας είναι στραμμένη στον ιδιωτικό τομέα. Ο μέσος μισθός εξάλλου χρησιμοποιείται από την ΕΛΣΤΑΤ, Eurostat και μάλιστα είναι διαθέσιμος σε κλαδική ανάλυση, την ΕΡΓΑΝΗ κ.τ.λ.
Μακροοικονομικά, το θέμα εξαρτάται από τι υποθέσεις θα κάνει κάποιος για την επόμενη πενταετία. Μάλιστα οι διαφορετικές υποθέσεις (κυρίως αύξηση ΑΕΠ, αριθμός απασχολούμενων) μπορούν να οδηγήσουν σε ελαφρώς διαφορετικά συμπεράσματα. Είναι π.χ. γνωστό ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρκετά πιο αισιόδοξη για το μέλλον αφού βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης: 2,2% για το 2023, 3% για το 2024 και 2,7% για το 2025. Μάλιστα η κυβέρνηση θα ήθελε να δει τους ρυθμούς αυτούς να κυμαίνονται γύρω στο 3%.
Εμείς πάντως (ΕΚΠΑ) είμαστε λίγο πιο συντηρητικοί (σε σταθερές τιμές) στις προβλέψεις μας για την Ελληνική οικονομία 1,79% για το 2023, 0,61% για το 2024, 1,19% για το 2025 και 2,20% με 2,30% για το 2026 και 2027.
Να σημειωθεί ότι γενικά το ποσοστό μεγέθυνσης μετριέται σε πραγματικούς όρους αλλά δεν αποκλείεται οι εκτιμήσεις που έρχονται στην δημοσιότητα (π.χ. της κυβέρνησης) να είναι σε ονομαστικές τιμές.
Παρόλα αυτά, ακόμα και όταν χρησιμοποιηθούν οι δικές μας (και λίγο πιο συντηρητικές) προβλέψεις, ο μέσος μισθός (σε τρέχουσες τιμές) θα καταλήξει (σωρευτικά) να είναι υψηλότερος το 2028 κατά 27% σε σύγκριση με το 2022 ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός θα κινείται κάτω από το 2%.
Μάλιστα, ο ρυθμός ανόδου των μισθών διατηρείται σχεδόν σταθερός γύρω στο 4,3% ετησίως και ο αριθμός των μισθωτών, παρ' όλη την άνοδο της οικονομίας, παραμένει σταθερός. Με άλλα λόγια η αγορά εργασίας θα παραμένει αρκετά σφικτή και γι’ αυτό οι επιχειρήσεις θα ανταγωνίζονται για το εργατικό τους δυναμικό.
Βεβαίως, η διαδικασία αυτή από επιχειρηματική σκοπιά θα μπορούσε να έχει αναταράξεις αφού ο ρυθμός ανόδου των μισθών είναι διπλάσιος του ρυθμού ανόδου των τιμών και έτσι φαίνεται ότι οι επιχειρήσεις καλούνται να απορροφήσουν ένα μέρος του αυξανόμενου εργατικού κόστους που υπολογίζεται περίπου στο 2% ετησίως αφού το υπόλοιπο 2% θα μετακυλίεται στις τιμές.
Εδώ υπεισέρχεται η παραγωγικότητα της εργασίας όπως την υπολογίζουμε από το ΑΕΠ ανά ώρα πραγματικής εργασίας. Ενώ η πορεία της στην περίοδο 2014 – 2020 ήταν προβληματική (για τον OECD η Ελλάδα είχε από τις τελευταίες θέσεις στη διεθνή κατάταξη) από το 2021 και μετά αυξάνεται και η αύξησή της επιταχύνεται από το 2025, οπότε στη συνέχεια (μέχρι το 2030) γίνεται διπλάσια της Γερμανίας (!).
Εάν στην εικόνα υπεισέλθει η δημοσιονομική ισορροπία που θα επιτρέψει να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων κατά 2% περίπου ετησίως (ήδη αυτό βρίσκεται στις προτάσεις του ΥΠΟΙΚ), τότε μπορούμε να μιλάμε για ανθεκτικότητα και ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στα επόμενα χρόνια.
*Παναγιώτης Πετράκης, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ