Είναι ο Έλληνας… τρισεκατομμυριούχος;
Shutterstock
Shutterstock

Είναι ο Έλληνας… τρισεκατομμυριούχος;

Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υπολογίζει τον πλούτο των Ελλήνων στα 963 δισεκατομμύρια ευρώ. Ως «πλούτο» ορίζει το άθροισμα της αξίας των καταθέσεων, των ομολόγων, των μετοχών και (κυρίως) των ακινήτων.  

Με βάση λοιπόν αυτά τα στοιχεία, η «περιουσία» των Ελλήνων αυξήθηκε από το 2019 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2024, κατά περίπου 257 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό μεγαλύτερο από ένα εθνικό ΑΕΠ. Εντυπωσιάζουν οι αριθμοί αλλά έχει πολύ μεγάλο νόημα και η ερμηνεία τους. Δύο χαρακτηριστικά στοιχεία:

1. Από τα 257 δισ. ευρώ του «νέου πλούτου» που παρήχθη την τελευταία 5ετία, τα 60 δισ. ευρώ κατατάσσονται στην αύξηση του υπολοίπου των καταθέσεων. Και εδώ εγείρονται πολλά ερωτήματα: Είναι «νέος πλούτος» στο σύνολό του αυτό το ποσό ή μιλάμε για κεφάλαια που είχαν «φυγαδευτεί» στο εξωτερικό ή είχαν καταχωνιαστεί σε στρώματα και θυρίδες από την εποχή των capital controls; Είναι δεδομένο ότι έχει παίξει ρόλο και αυτή η παράμετρος.

Βεβαίως, το ότι το υπόλοιπο των ιδιωτικών καταθέσεων με βάση τα στοιχεία Δεκεμβρίου 2024 είναι στα 203,7 δισ. ευρώ, είναι από μόνο του θετικό καθώς επιτρέπει και στις τράπεζες να διοχετεύσουν ρευστότητα στην αγορά μέσω του δανεισμού και να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη.

2. Πλούτος παρήχθη και από την αύξηση της κεφαλαιοποίησης του ελληνικού χρηματιστηρίου. Ένας δείκτης στον οποίο η Ελλάδα υστερούσε και υστερεί έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης. Αν μετρηθεί η αναλογία κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ, καταλαμβάνουμε μια από τις τελευταίες θέσεις και αυτό συνιστά ένα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ανόδου στο ελληνικό χρηματιστήριο.

Μετρώντας τον πρόσθετο πλούτο που παρήχθη από το ΧΑ θα πρέπει να σταθεί κάποιος και στο πώς κατανέμεται (σ.σ εδώ ουσιαστικά αναδεικνύεται η μικρή συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών και τα αυξημένα ποσοστά συμμετοχής των βασικών μετόχων στις εταιρείες τους) αλλά και στο πώς αυτός ο πρόσθετος πλούτος απλώς καλύπτει τις τεράστιες ζημιές που προκλήθηκαν τις τελευταίες 10ετίες. Δια γυμνού οφθαλμού προκύπτει το συμπέρασμα ότι η πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου δεν έχει καμία σχέση τις τελευταίες 10ετίες με την αντίστοιχη των υπόλοιπων ευρωπαϊκών αγορών.

3. Το ποιο κρίσιμο κεφάλαιο, είναι αυτό των ακινήτων. Προφανώς και ο πλούτος των Ελλήνων σε ακίνητα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο (πάνω από το 70%) επί του συνολικού πλούτου. Και είναι προφανές ότι η κατακόρυφη αύξηση των τιμών των ακινήτων, ειδικά από το 2020 και μετά, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι κάτοικοι αυτής της χώρας εμφανίζονται να έχουν αυξήσει τον πλούτο τους. Θα σκεφτεί βέβαια κανείς: Και τι νόημα έχει να αυξάνεται στα χαρτιά η αξία του ακινήτου;

Διότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της περιουσίας, συνιστά την κύρια κατοικία των πολιτών. Άρα, μιλάμε για έναν πλούτο ο οποίος ανεβοκατεβαίνει λογιστικά αλλά στην πραγματικότητα δεν παίζει κάποιο ρόλο στην οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, καθώς καλύπτει συγκεκριμένη «αποστολή». Βεβαίως και δεν ισχύει το ίδιο για όποιον διαθέτει περισσότερα ακίνητα ή για όποιον ασχολείται με τον χώρο επενδυτικά. Όμως η πλειοψηφία είναι αυτοί που καλύπτουν στεγαστικές ανάγκες.

Κρίσιμο στοιχείο στη μελέτη του πλούτου είναι και η κατανομή του. Εδώ, το υπουργείο Οικονομικών υποστηρίζει ότι τα πράγματα στην Ελλάδα είναι καλύτερα συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ. Τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια κατέχουν στην Ελλάδα το 12% του πλούτου έναντι 5% στην Ευρωζώνη, ενώ το πλουσιότερο 10%, το 45% του πλούτου.

Αυτά πηγάζουν από τους μέσους όρους. Η πραγματικότητα δείχνει ότι η πλειοψηφία των καταθετών έχει υπόλοιπα κάτω των 1000 ευρώ και ακίνητη περιουσία της τάξεως των 50-60.000 ευρώ. Εντυπωσιακό λοιπόν στοιχείο το τρισεκατομμύριο αλλά και πολλά τα «μυστικά» του…