Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μετά από σχεδόν δέκα χρόνια ύφεσης, τρία μνημόνια και δραματική μείωση των εισοδημάτων, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε ένα σταυροδρόμι. Από τη μία είναι ο δρόμος της προόδου και της εξόδου από την κρίση από την άλλη η επιστροφή στα παλιά. Ή θα εφαρμοστούν πολιτικές που θα φέρουν επενδυτική και αναπτυξιακή έκρηξη ή η χώρα μας θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Ιταλίας και θα μείνει στάσιμη για πολλά χρόνια με ανάπτυξη 1%, χωρίς ωστόσο να διαθέτει τις αντοχές της 7ης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο. Στη δεύτερη περίπτωση, μάλιστα, η Ελλάδα θα είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε μία νέα διεθνή κρίση.
Οι πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν για να μην επαληθευτεί το δυσμενές σενάριο δεν έχουν χρώμα. Δεν είναι ούτε μπλε, ούτε πράσινες, ούτε κόκκινες, αλλά πολιτικές που θα δώσουν το έναυσμα για αύξηση των εγχώριων επενδύσεων και προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Πολιτικές που θα ξεμπλοκάρουν μεγάλες επενδύσεις και θα μετριάσουν το φορολογικό βάρος για τους πολίτες, οδηγώντας παράλληλα σε σοβαρή αύξηση των νέων θέσεων εργασίας.
Την ίδια ώρα, ο κίνδυνος να επιστρέψουμε στα παλιά είναι ορατός. Διότι αν δεν επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ το 2019, όπως προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, τότε η χώρα θα εισέλθει στον γνωστό φαύλο κύκλο. Οι δανειστές θα ζητούν νέα μέτρα για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό, η κοινωνία θα αντιδρά και η οικονομία θα χάσει το εκρηκτικό momentum που αρχίζει να διαμορφώνεται σήμερα ενόψει της πολιτικής αλλαγής.
Αυτό είναι το μεγάλο κακό που έκανε στην οικονομία η έντονη παροχολογία, δημιουργώντας «τρύπα» που σήμερα υπολογίζεται ότι ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι αν η εκλογική περίοδος κρατούσε έως τον Οκτώβριο, το κενό κινδύνευε να αυξηθεί τόσο που η κατάσταση θα μπορούσε να καταστεί μη αναστρέψιμη.
Ίσως γι'' αυτό ο Αλέξης Τσίπρας επικαλέστηκε το καλό της οικονομίας όταν ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διάλυση της Βουλής και την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές.
Στο μεταξύ, η ανάγκη για ξένες επενδύσεις, μείωση της ανεργίας και αύξηση των εισοδημάτων είναι τεράστια. Σχεδόν κανείς στην Ελλάδα δεν δηλώνει στις σχετικές έρευνες ότι αποταμιεύει πολύ, μία τάση που κρατάει από το 2012, περίπου 1 στους 7 δηλώνει ότι αποταμιεύει λίγο, ενώ 6 στους 10 λένε ότι μόλις τα βγάζουν πέρα. Υπενθυμίζεται ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν περιοριστεί μέσα στην κρίση στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν από 22 ολόκληρα χρόνια. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου που είναι ο δείκτης που αποτυπώνει τη συνολική πορεία των επενδύσεων, υποχώρησε το 2018 στο... μακρινό 1996.
Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν και θα αλλάξουν μόνο αν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και παράλληλα η χώρα αποδείξει ότι αξίζει τη μείωση των αυστηρών δημοσιονομικών στόχων για να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, η χώρα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, να αξιοποιηθεί η ακίνητη περιουσία του δημοσίου και βέβαια να μειωθούν οι φόροι. Η οικονομική πολιτική την επόμενη περίοδο θα πρέπει να επικεντρωθεί σε πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και έχουν ως στόχο τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, με κύριο μέσο τις επενδύσεις, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, τοποθετώντας μάλιστα το επενδυτικό κενό ελαφρώς χαμηλότερα από τα 100 δισ. ευρώ.
Η Ελλάδα παρά τις αδυναμίες της και τα προβλήματα που πρέπει να επιλύσει, αποτελεί ελκυστικό επενδυτικό προορισμό καθώς έχει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και ανταγωνιστικότητα κόστους και, κατά δεύτερο λόγο, καθώς έχει αξιόπιστες υποδομές και χαρακτηρίζεται συνολικά ως μια οικονομία με ανοικτή και θετική στάση. Επίσης, όπως είπε ο ίδιος, λόγω της γεωγραφικής της θέσης η χώρα παρέχει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στον τουρισμό, στην ενέργεια, στην εφοδιαστική αλυσίδα, στα δίκτυα, στη ναυτιλία, στο εμπόριο, στη φαρμακευτική βιομηχανία, στη μεταποίηση, στον κλάδο των ορυχείων και των λατομείων.
Αυτά στη θεωρία γιατί στην πράξη οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων έφτασαν το 2018 τα 3,6 δισ. ευρώ, όταν το κενό αγγίζει τα 100 δισ. ευρώ. Όσο το κράτος θα παρεμβαίνει στη δημόσια διοίκηση και στη Δικαιοσύνη, όσο οι ανεξάρτητοι θεσμοί θα είναι ανεξάρτητοι μόνο στα χαρτιά και όσο δεν αντιμετωπίζεται η γραφειοκρατία, θα χρειαζόμαστε τουλάχιστον άλλα 30 χρόνια για να κλείσουμε το επενδυτικό κενό...