Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άφησε την πολιτική της αμετάβλητη την Πέμπτη, παραμένοντας προσηλωμένη στην βαθμιαία απόσυρση των έκτακτων προγραμμάτων στήριξης καθώς οι ανησυχίες για την έξαρση του πληθωρισμού επισκιάζουν τον προβληματισμό για τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία.
Η ΕΚΤ εδώ και μήνες είχε αρχίσει να μειώνει τον ρυθμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων και είχε περιγράψει ένα χαλαρό χρονοδιάγραμμα τερματισμού του, επιλέγοντας να διατηρήσει την ευελιξία της καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εκτόξευση των τιμών ενέργειας δημιουργούν σύννεφα στις προοπτικές των οικονομιών της ευρωζώνης.
Επιβεβαιώνοντας το προηγούμενο guidance, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να μειώσει τις αγορές ομολόγων, δηλαδή την ποσοτική χαλάρωση αυτό το τρίμηνο και να τις σταματήσει κάποια στιγμή το τρίτο τρίμηνο. Τα επιτόκια όμως θα αυξηθούν μετά τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων και ή άνοδος τους θα είναι βαθμιαία.
Το συμβούλιο της ΕΚΤ έκρινε πως τα νέα μακροοικονομικά στοιχεία μετά την τελευταία της συνεδρίαση επιβεβαίωσαν την προσδοκία οτι οι καθαρές αγορές ομολόγων στα πλαίσια του προγράμματος ΑΡΡ πρέπει να σταματήσουν το τρίτο τρίμηνο, ανέφερε σε ανακοινωθέν την Πέμπτη.
Από τις πιο επιφυλακτικές κεντρικές τράπεζες του κόσμου, η ΕΚΤ έχει μείνει πίσω από σχεδόν όλες τις μεγάλες νομισματικές αρχές, πολλές από τις οποίες άρχισαν ήδη να αυξάνουν τα επιτόκια φέτος. Το τελευταίο διήμερο οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Νότιας Κορέας και της Νέας Ζηλανδίας αύξησαν το κόστος χρήματος. Στις ΗΠΑ, η Federal Reserve αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια οκτώ φορές τα επόμενα δύο χρόνια, πρώτη στη σειρά της ποσοτικής σύσφιξης.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, «η όποια προσαρμογή στα επιτόκια θα λάβει χώρα μετά το τέλος του προγράμματος ΑΡΡ και θα είναι σταδιακή». Η ΕΚΤ έχει αγοράσει σχεδόν 5,0 τρις ευρώ δημοσίου και ιδιωτικού χρέους από το 2015, σε μια προσπάθεια της να ανεβάσει τον πληθωρισμό ο οποίος κινείτο χαμηλότερα από τον στόχο του 2,0% που είχε θέσει. Όμως σήμερα ο πληθωρισμός εμφανίζει έξαρση θέτοντας τους αξιωματούχους της ΕΚΤ προ διλήμματος καθώς προσπαθούν να ισορροπήσουν αντικρουόμενες δυνάμεις στην οικονομία. Από τη μια ο πληθωρισμός έχει επιταχυνθεί στο 7,5% με ανοδική τάση το επόμενο διάστημα, από την άλλη η οικονομία της ευρωζώνης δείχνει στασιμότητα και οι επιπτώσεις του πολέμου πλήττουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στις 19 οικονομίες του ευρώ.
Πριν από τη συνεδρίαση, οι συντηρητικοί αξιωματούχοι, μεταξύ τους οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και του Βελγίου, πίεζαν για υψηλότερα επιτόκια καθώς ανησυχούν οτι ο πληθωρισμός θα είναι επίμονος σε υψηλά επίπεδα το επόμενο διάστημα. Εν τω μεταξύ, οι πληθωριστικές προσδοκίες μεσοπρόθεσμα, δείκτης αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής, έχουν κινηθεί πάνω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ παρά το γεγονός οτι οι μισθοί δεν έχουν ακόμη αντιδράσει στις υψηλές τιμές καταναλωτή.
Στη συνέντευξη τύπου η πρόεδρος της ΕΚΤ Christine Lagarde μπορεί να αναφερθεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι οι αγορές ομολόγων θα τελειώσουν το επόμενο τρίμηνο, που σημαίνει πως η κεντρική τράπεζα θα είναι έτοιμη για αύξηση επιτοκίων το φθινόπωρο. Οι αγορές τιμολογούν συνολικά άνοδο 70 μονάδων βάσης στο καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ που σήμερα βρίσκεται στο -0,5% ενώ οι προοπτικές της οικονομίας επιδεινώνονται.
Οι ήπιες φωνές στους κόλπους της ΕΚΤ πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα εξωγενούς σοκ προσφοράς και οτι θα υποχωρήσει. Ζυγίζοντας τις δύο αντικρουόμενες δυνάμεις στην οικονομία, η ΕΚΤ μάλλον θα δει τον πληθωρισμό ως το μεγαλύτερο ρίσκο, διατηρώντας όμως την ευελιξία της στη νομισματική πολιτική.
Όπως επισημαίνει η ΕΚΤ οι μηνιαίες καθαρές αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του APP θα ανέλθουν σε 40 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, 30 δισ. ευρώ τον Μάιο και 20 δισ. ευρώ τον Ιούνιο. Στη σημερινή συνεδρίαση, το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι τα στοιχεία από την τελευταία του συνεδρίαση ενισχύουν την προσδοκία του ότι οι καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του APP θα πρέπει να ολοκληρωθούν το τρίτο τρίμηνο. Η βαθμονόμηση των καθαρών αγορών για το τρίτο τρίμηνο θα εξαρτάται από τα δεδομένα και θα αντικατοπτρίζει την εξελισσόμενη αξιολόγηση των προοπτικών από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.