Πανάκριβα κοστίζει στα ελληνικά νοικοκυριά η χρήση και η συντήρηση του σπιτιού τους. Σε σχέση με το εισόδημα τους (το οποίο στα χρόνια των Μνημονίων έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 25%) τα νοικοκυριά στην Ελλάδα επιβαρύνονται πολύ περισσότερο σε σχέση με τα υπόλοιπα της Ευρωζώνης με δαπάνες που συνδέονται με τη στέγαση (ενοίκια ή δόση στεγαστικού δανείου) και τα παρελκόμενά της (δαπάνες για θέρμανση, ΔΕΚΟ, συντήρηση κλπ).
Έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνει ότι για περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ελλάδα (36% περίπου) οι παραπάνω δαπάνες καλύπτουν περίπου το 40% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματός τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά μέσο όρο μόνο το 10% των νοικοκυριών είναι αναγκασμένα να διοχετεύουν τόσο μεγάλο μέρος τους εισοδήματος τους (40%) για τις ίδιες δαπάνες. Σε αμέσως χειρότερη θέση από την Ελλάδα βρίσκεται η Δανία όπου το ποσοστό των νοικοκυριών αυτών φθάνει στο 14%. Σε χώρες με οικονομίες παρόμοιες με την Ελληνική, όπως η Πορτογαλία το ποσοστό των νοικοκυριών είναι μικρότερο από το 6% ενώ στην Ιρλανδία και την Κύπρο είναι κάτω από το 4%.
Για να γίνει κατανοητή η δυσχερής θέση που βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η παρατήρηση της ΕΚΤ, η οποία εκτιμά ότι οι δαπάνες αυτές που σχετίζονται με τη στέγαση το 2019 απορρόφησαν το 20% του οικογενειακού εισοδήματος.
Oι αλλαγές που προκύπτουν στα κόστη αυτά συνδέονται κατά κύριο λόγο Οι αλλαγές σε αυτά τα κόστη συνδέονται στενά με τις εξελίξεις στην αγορά κατοικιών, όπως οι τιμές ενοικίασης και κατοικίας, καθώς και οι πληρωμές στεγαστικών δανείων.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην μελέτη της ΕΚΤ το κόστος στέγασης εξαρτάται από δομικά χαρακτηριστικά, , όπως το ποσοστό ιδιοκτησίας σπιτιού ή ορισμένα χαρακτηριστικά του νοικοκυριού. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ενοικιαστές και τα λιγότερο εύπορα νοικοκυριά, για παράδειγμα, τείνουν να ξοδεύουν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους στη στέγαση. Με κριτήριο την ιδιοκατοίκηση οι Ελληνες δεν υστερούν από τους υπόλοιπους κατοίκους της Ε.Ε αφού άλλωστε για πολλά χρόνια στη χώρα μας ίσχυε το σλόγκαν « με το νοίκι παίρνεις σπίτι». Συγκεκριμένα, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα αγγίζει το 80%.
Βέβαια όπως επισημαίνεται και στη μελέτη τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης δεν είναι απαραίτητα θετικά αρνητικά. Μάλιστα , ένα φορολογικό σύστημα που ευνοεί δυσανάλογα την ιδιοκτησία σπιτιού, μέσω της έκπτωσης των τόκων από το φορολογητέο εισόδημα , μπορεί να δημιουργήσει στρεβλώσεις στην οικονομία.
Σε γενικές γραμμές πάντως ι ιδιοκτήτες ακινήτων εμφανίζονται λιγότερο επιβαρυμένοι σε σχέση με τους τους ενοικιαστές με το κόστος στέγασης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου δεν βαρύνονται με τις δόσεις αποπληρωμής ενός ενυπόθηκου δανείου η απλώς διαθέτουν ως ιδιοκτήτες υψηλό εισόδημα. Επιπλέον, τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας σπιτιού μπορούν επίσης να συσχετιστούν ένα υψηλότερο συναίσθημα του νοικοκυριού ότι ανήκει σε μία ορισμένη κοινότητα η γειτονιά ή επίσης μπορεί να σηματοδοτούν καλύτερους όρους εκπαίδευσης (καλύτερα σχολεία , χώρους άθλησης κλπ) για τα παιδιά
Σε κάθε περίπτωση βέβαια υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να συνεπάγεται ευεργετικά αποτελέσματα για μία λιγότερο άνιση κατανομή του πλούτου .