Του Γιώργου Φιντικάκη
Την εικόνα μιας οικονομίας με αναιμική κατανάλωση, η οποία δεν προσελκύει επενδύσεις, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη του β' τριμήνου.
Αν και το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,8% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, εντούτοις αυτό προήλθε από αύξηση των εξαγωγών σε συνδυασμό με μείωση των εισαγωγών, και όχι από την κατανάλωση, και κυρίως τις επενδύσεις, που είναι και το ζητούμενο.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), κατά το 2ο τρίμηνο 2018, σε σχέση με το 1ο τρίμηνο, παρουσίασε αύξηση κατά 0,2%.
Τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνουν κατά τον καλύτερο τρόπο αυτή τη μεικτή εικόνα. Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 5,4% το δεύτερο τρίμηνο του έτους σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, ενώ παρουσίασαν μηδενική μεταβολή έναντι του πρώτου τριμήνου του 2018.
Και η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε καθηλωμένη, σημειώνοντας αύξηση μόλις 0,8%, έναντι της ίδιας περιόδου του 2017 και 0,5% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο.
Θυμίζουμε ότι το πρώτο πάντως τρίμηνο ήταν απογοητευτικό για την πορεία των επενδύσεων. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είχαν παρουσιάσει μείωση κατά 28,1% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2017.
Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 3,9% σε σχέση με το 1o τρίμηνο, ενώ ενισχύθηκαν κατά 9,4% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2017.
Το ερώτημα επομένως είναι για ποια ανάπτυξη μιλάμε: Για μια ανάπτυξη βιώσιμη και με δυναμική, επειδή στηρίζεται σε συνεχή προσέλκυση ελληνικών και ξένων επενδύσεων ή για μια ανάπτυξη που βασίζεται μόνο στον τουρισμό και τις εξαγωγές, δηλαδή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές περιβάλλον, και κυρίως αυτό της Ευρωζώνης. Το τελευταίο επιδεινώνεται διαρκώς, καθώς το φθηνό χρήμα τελειώνει, αλλά και εξαιτίας Ιταλίας όπως και των απειλών για εμπορικό πόλεμο από την κυβέρνηση Τραμπ, γεγονός που σημαίνει ότι η επίπτωση στο ελληνικό ΑΕΠ θα είναι άμεση.
Είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει τα νούμερα για την πορεία της ανάπτυξης, ενόψει των δύσκολων διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Στόχος στις 10 Σεπτεμβρίου, οπότε και επιστρέφουν οι θεσμοί στην Αθήνα, να υποστηρίξει κατά τις διαπραγματεύσεις, ότι το πλεόνασμα θα κινηθεί με χαρακτηριστική άνεση πάνω από το 4% του ΑΕΠ, τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Σε αυτή την περίπτωση, δημιουργείται ένα δημοσιονομικό περιθώριο της τάξεως των 900 εκατ. ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η καταβολή έκτακτου μερίσματος μέσα στον Δεκέμβριο.
Στο ίδιο μοτίβο, το οικονομικό επιτελείο θα επιχειρηματολογήσει ότι αντίστοιχος δημοσιονομικός χώρος, της τάξεως των 800-900 εκατ. ευρώ, δημιουργείται και για το 2019, επομένως μπορεί να χρηματοδοτήσει το περίφημο «κοινωνικό πακέτο», με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, που δεν θα εφαρμοστούν δηλαδή μόνο του χρόνου.
Σε αυτή τη λογική κινούνται οι καθημερινές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών –κάτι αντίστοιχο αναμένεται να κάνει και ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ - αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο, κατά πόσο οι… ευσεβείς αυτοί πόθοι, μπορούν να γίνουν και πραγματικότητα. Τρεις λόγοι συνηγορούν σε αυτό.
Το ένα στοιχείο, αφορά στην ελληνική θέση ότι η μείωση των συντάξεων δεν συνιστά συμφωνημένη μεταρρύθμιση.
Εκτός του ότι αυτή η θέση, συναντά την έντονη αντίδραση του ΔΝΤ, δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι εκφράζει και (όλους) τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ενώ πρόσφατα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς, έκανε σαφή την αντίθεση της Γερμανίας, λέγοντας ότι «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται».
Η αμφιβολία για το πλεόνασμα
Τέλος, το τρίτο στοιχείο αφορά στην προέλευση του πλεονάσματος. Η ελληνική «γραμμή» στηρίζεται στην άποψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα έχει παραχθεί από μόνιμες πηγές, επομένως δεν έχει επηρεαστεί θετικά από παράγοντες που θα πάψουν να υπάρχουν στο μέλλον, ανατρέποντας την κατάσταση προς το χειρότερο.
Η θεώρηση αυτή είναι υπεραισιόδοξη. Το πρωτογενές πλεόνασμα, έχει βοηθηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα συνεχή «ψαλίδια» στις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, καθώς και από τα έσοδα από φόρους παρελθόντων ετών.
Μόνο η οικειοθελής αποκάλυψη εισοδημάτων, βοήθησε το πρωτογενές πλεόνασμα με περισσότερα από 750 εκατομμύρια ευρώ. Το μέτρο όμως αυτό εφαρμόσθηκε μια φορά, και πλέον έχει πάψει να υπάρχει.