Επιδεινώνεται η κατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, καθώς η νέα σχετική ανάλυση της Κομισιόν προβλέπει χειρότερη πορεία σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις της.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση της βιωσιμότητας, την οποία αναφέρει ότι έχει στη διάθεσή του το πρακτορείο Bloomberg μεταδίδοντας στοιχεία από αυτή, στο βασικό σενάριο της πρόβλεψης ο δείκτης του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να φθάσει το 181,1% το 2017, το 165% το 2020, το 127,2% το 2030 και το 96,4% το 2060, με τις προβλέψεις να είναι ελαφρώς υψηλότερες από ό,τι στο τελευταίο review του Ιουνίου.
Επιπλέον, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) προβλέπεται να ανέλθουν στο 16,7% του ΑΕΠ, πριν αποκλιμακωθούν σημαντικά στο 7,5% το 2021. Ο λόγος του GFN προς το ΑΕΠ αναμένεται να αυξάνεται κατόπιν, φθάνοντας το 23% το 2055 και μειούμενος στο 21,9% μέχρι το 2060.
Όπως επισημαίνει το Bloomberg, η ελαφρώς χειρότερη πορεία του χρέους υπογραμμίζει την πιθανότητα η τελική ανάλυση βιωσιμότητας στο τέλος του προγράμματος να επιβεβαιώσει την ανάγκη για περαιτέρω αναπροσαρμογή των δανείων της Ελλάδας, ειδικά εφόσον η ανάπτυξη συνεχίσει να καθυστερεί (σε σχέση με τις προβλέψεις στις οποίες στηρίζονταν οι αναλύσεις βιωσιμότητας).
Ακόμα περισσότερο, η νέα ανάλυση της Κομισιόν δημιουργεί αμφιβολίες για το ύψος του κεφαλαιακού αποθέματος (cash buffer) της Ελλάδας, καθώς το προβλεπόμενο «μαξιλάρι» των 10,2 δισ. ευρώ καλύπτει χρηματοδοτικές ανάγκες για διάστημα μικρότερο των 10 μηνών μετά από το τέλος του προγράμματος διάσωσης της χώρας.
Η ανάλυση της Κομισιόν σημειώνει ότι ένα αποθεματικό ύψους 17 δισ. ευρώ θα κάλυπτε τις χρηματοδοτικές ανάγκες για ένα χρόνο μετά από το τέλος του προγράμματος, ενώ με 20,3 δισ. ευρώ θα καλύπτονταν πλήρως οι ανάγκες της χώρας έως το τέλος του 2019 και με 30 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2020.
Το Bloomberg σχολιάζει ακόμα ότι στην προσπάθειά της να πείσει τους δανειστές της για τη δέσμευσή της στη μεταρρύθμιση της οικονομίας, η ελληνική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να καταρτίσει της δική της λίστα με προτεινόμενα μέτρα που θα προωθήσει μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, με την τεχνική υποστήριξη των θεσμών.
Ωστόσο, σύμφωνα με ευρωπαίο αξιωματούχο που επικαλείται το πρακτορείο, το πρόβλημα είναι ότι δεν θα υπάρχει πλέον εξωτερική πίεση στην Ελλάδα για την εφαρμογή των μέτρων εντός χρονοδιαγράμματος, όπως συμβαίνει τώρα υπό το μνημόνιο. Όπως είπε ο ίδιος, οι δανειστές φοβούνται ότι με το που ξεφύγει η χώρα από τις «αλυσίδες» της συνεχούς επιτήρησης, οι έλληνες πολιτικοί είναι ικανοί να επιστρέψουν στις πρακτικές που οδήγησαν στη διάλυση των δημόσιων οικονομικών το 2009.
Η άλλη επιλογή θα ήταν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος η Ελλάδα να μπει στην πιστοληπτική γραμμή στήριξης, κάτι που θα σήμαινε ότι η χώρα θα παραμείνει υπό εξίσου στενή εποπτεία από τους πιστωτές της αλλά χωρίς να λάβει περαιτέρω δάνεια. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της ΕΕ εκτιμούν ότι παρόλο που η ευρωζώνη θα ενδιαφερόταν για μια τέτοια εξέλιξη, θα πρέπει πρώτα να την ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση, ένα σενάριο που φαίνεται απίθανο.