Η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα εμφανίζει ισχυρή ανοδική δυναμική τα τελευταία χρόνια ενισχύοντας το ρόλο της ως βασικού πυλώνα της οικονομίας και του μοναδικού κλάδου της οικονομικής δραστηριότητας που ανταπεξήλθε στην πρωτοφανή κρίση, σύμφωνα με το δελτίο Μακροοικονομικής Ανάλυσης της Ελληνικής Οικονομίας για τον Ιούνιο 2016 της Εθνικής Τράπεζας.
Οι ισχυρές επιδόσεις αντανακλώνται στην καταγραφή συνεχών, νέων ιστορικών υψηλών ως προς τον αριθμό των αφίξεων τουριστών από το εξωτερικό και τα έσοδα όπως αποτυπώνονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι επιδόσεις αυτές υπερβαίνουν σημαντικά τις αντίστοιχες ανταγωνιστικών τουριστικών προορισμών στην Ν. Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο και μεταφράζονται σε ετήσια ώθηση στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 0,4% από το σκέλος της τελικής δαπάνης, εξαιρουμένων δευτερογενών επιδράσεων και των εκροών από την οικονομία που σχετίζονται με εισαγωγές από το συγκεκριμένο τομέα.
Η ισχυρή ζήτηση από το εξωτερικό φαίνεται να αντισταθμίζει τις αρνητικές επιδράσεις από τη σημαντική εξασθένιση της εγχώριας τουριστικής ζήτησης, όπως αποτυπώνεται στα σχετικά στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών, η οποία δεν θα μπορούσε προφανώς να αποσυνδεθεί -- δεδομένης της υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητάς της -- από την έντονα πτωτική πορεία της εγχώριας δαπάνης τα τελευταία χρόνια.
Η ανάλυση υποδηλώνει ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να καταγραφούν επαρκώς, μέσω των εξειδικευμένων ερευνών συνόρων, οι πραγματικές δαπάνες αλλοδαπών που επισκέπτονται τη χώρα, σε μία περίοδο που οι αγορές τουριστικών υπηρεσιών γίνονται ηλεκτρονικά, με διαφορετικές μεθόδους και ηλεκτρονικές πλατφόρμες, τα ξενοδοχεία εντάσσονται σε πολυεθνικές δομές εταιριών διαχείρισης και παροχής τουριστικών υπηρεσιών, ενώ οι ταξιδιωτικές συνήθειες γίνονται πολυπλοκότερες και είναι δυσκολότερο να καταγραφούν (λχ. συνδυασμένα ταξίδια σε περισσότερες από μία χώρες, κρουαζιέρες, καθώς και ατομικά ταξίδια τα οποία κερδίζουν έδαφος σε βάρος των οργανωμένων ταξιδιών).
Η μελέτη της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της ΕΤΕ επιχειρεί μία διαφορετική προσέγγιση του μακροοικονομικού ρόλου του τουρισμού καθώς επικεντρώνεται στο σκέλος της προσφοράς και συγκεκριμένα στο παραγόμενο προϊόν και τη δημιουργία ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης. Αυτό επιτυγχάνεται συνδυάζοντας στοιχεία παραγωγής/προσφοράς από τους εθνικούς λογαριασμούς για τη δραστηριότητα στο σύνολο του κλάδου με συγκρίσιμα στοιχεία δαπάνης από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών για τους κατοίκους της Ελλάδας.
Τα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης αναδεικνύουν μία αξιοσημείωτη αύξηση της συνεισφοράς του κλάδου στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ την περίοδο 2011-15, σημαντικά υψηλότερη από τις συμβατικές εκτιμήσεις που βασίζονται σε στοιχεία τουριστικών εισπράξεων, όπως προσεγγίζονται από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έρευνα συνόρων). Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η παραγόμενη προστιθέμενη αξία (σε σταθερές τιμές) που σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών σε αλλοδαπούς αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2011 και 2015, συγκριτικά με αύξηση των τουριστικών εισπράξεων της τάξης του 2,1% του ΑΕΠ. Η αυξανόμενη προστιθέμενη αξία μεταφράζεται σε μέση ετήσια συνεισφορά στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ από τον εισερχόμενο τουρισμό, για την ίδια περίοδο, η οποία προσεγγίζει τη μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως, συγκριτικά με 0,4% που απορρέει από τα στοιχεία δαπάνης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η επίδοση αυτή είναι αξιοσημείωτη, αν αναλογιστούμε ότι ο συγκεκριμένος κλάδος περιλαμβάνει δραστηριότητα που σχετίζεται με μία στενότερη δέσμη υπηρεσιών, συγκριτικά με τη δαπάνη που καταγράφεται μέσω του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με την τελευταία να αποτυπώνει ολόκληρο το εύρος των ταξιδιωτικών δαπανών των αλλοδαπών επισκεπτών της χώρας σε ένα σημαντικά μεγαλύτερο εύρος υπηρεσιών και αγαθών.
Το άλμα στην προστιθέμενη αξία αντανακλά κυρίως την αύξηση του παραγόμενου προϊόντος από το συγκεκριμένο κλάδο, που ισοδυναμεί με την αξία των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών προς αλλοδαπούς, σε σταθερές τιμές, αλλά και τη μείωση του κόστους παραγωγής. Στην περίπτωση του κλάδου παροχής καταλύματος και εστίασης το συνολικό παραγόμενο προϊόν αυξήθηκε κατά 2,2% ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.