Συνεχίζεται η συρρίκνωση της παγκόσμιας αγοράς δημόσιων εγγραφών κατά το εννεάμηνο του 2022, σύμφωνα με τα ευρήματα έρευνας της EY.
Συγκεκριμένα, από την αρχή του έτους μέχρι τη σύνταξη της έρευνας, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 992 δημόσιες εγγραφές, οι οποίες συγκέντρωσαν 146 δισ. δολ., καταγράφοντας μείωση 44% και 57% αντίστοιχα σε ετήσια βάση. Τα στοιχεία αυτά ακολουθούν την τάση για το σύνολο της χρονιάς, κατά την οποία οι εταιρείες και οι επενδυτές στην αγορά των δημόσιων εγγραφών αντιμετώπισαν εντεινόμενες μακροοικονομικές προκλήσεις, αβεβαιότητα της αγοράς, αυξανόμενη αστάθεια και πτώση των τιμών των μετοχών παγκοσμίως. Η μεταβλητότητα (μέσος όρος CBOE VIX) αυξήθηκε από 19,7 το 2021 σε 25,6 μέχρι σήμερα το 2022.
Κατά το εννεάμηνο, ο τομέας της τεχνολογίας συνέχισε να προηγείται ως προς τον αριθμό των δημόσιων εγγραφών, ωστόσο το μέσο μέγεθος των συμφωνιών μειώθηκε από 261 σε 123 εκατ. δολάρια σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Ο τομέας της ενέργειας βρέθηκε στην πρώτη θέση ως προς τα έσοδα, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αύξηση, 176%, χάρη, σε μεγάλο βαθμό, σε τρεις από τις κορυφαίες πέντε παγκόσμιες συμφωνίες που ολοκληρώθηκαν κατά το πρώτο εννεάμηνο, ενώ, αντίθετα, ο τομέας των καταναλωτικών προϊόντων παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση ως προς το μέσο μέγεθος των συμφωνιών (69%).
Σύμφωνα με την έρευνα, το τρίτο τρίμηνο του 2022 καταγράφηκαν τα χαμηλότερα έσοδα από δημόσιες εγγραφές μέσω SPACs (εταιρειών εξαγοράς ειδικού σκοπού) από το τρίτο τρίμηνο του 2016, ενώ, παράλληλα, τα de-SPACs (συγχωνεύσεις μεταξύ μιας εταιρείας εξαγοράς ειδικού σκοπού, μιας αγοράστριας εταιρείας και της εταιρείας-στόχος), φάνηκαν να δυσκολεύονται να εντοπίσουν τους σωστούς στόχους. Η αγορά SPAC αντιμετώπισε συνεχείς προκλήσεις κατά το τρίτο τρίμηνο, με μόνο 17 συμφωνίες, οι οποίες άντλησαν 0,9 δισ. δολ. Ένας αριθμός ρεκόρ υφιστάμενων SPACs αναζητά ενεργά στόχους, ενώ οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες με ενδεχόμενη λήξη της διάρκειάς τους τον επόμενο χρόνο.
Οι μεγάλες οικονομίες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές της Αμερικής και της Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Ινδίας και Αφρικής (EMEIA) παραμένουν υπό πίεση, καθώς ενισχύονται οι πολιτικές ποσοτικής σύσφιξης.
Τα χρηματιστήρια στην αμερικανική ήπειρο σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση, καταγράφοντας μόνο 116 συμφωνίες οι οποίες συγκέντρωσαν 7,5 δισ. δολ., μείωση 94% ως προς τα έσοδα και 72% ως προς τον αριθμό σε ετήσια βάση. Σε άμεση αντίθεση με το έτος ρεκόρ του 2021, η δραστηριότητα δημόσιων εγγραφών στην αμερικανική ήπειρο κατά το πρώτο εννεάμηνο υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών.
Σε ετήσια βάση, η δραστηριότητα δημόσιων εγγραφών στην EMEIA μειώθηκε κατά 50% και 52% ως προς τον αριθμό και τα έσοδα, αντίστοιχα. Στην Ευρώπη, η μείωση ως προς τα έσοδα έφτασε το 76%, ωστόσο, η Μέση Ανατολή συνέχισε να αποτελεί την εξαίρεση, καταγράφοντας αύξηση εσόδων 209%, παρά τη μείωση κατά 51% ως προς τον αριθμό των συμφωνιών.
Η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, έχοντας επηρεαστεί λιγότερο από τον πληθωρισμό και τα γεωπολιτικά ζητήματα, κατέγραψε καλύτερες επιδόσεις, καθώς συγκέντρωσε πέντε από τις 10 κορυφαίες δημόσιες εγγραφές παγκοσμίως από την αρχή τους έτους μέχρι σήμερα. Έχει, επίσης, συνεισφέρει το 61% του αριθμού των δημόσιων εγγραφών και το 69% των αντληθέντων κεφαλαίων. Ωστόσο, κατέγραψε μείωση 25% ως προς τον αριθμό των συμφωνιών και 22% ως προς το μέγεθος των συμφωνιών.
Η εκτίναξη του πληθωρισμού και η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζουν αρνητικά την παγκόσμια αγορά μετοχών, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις και η πανδημία COVID-19 οδήγησαν σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα και αστάθεια της αγοράς. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν ένα αρνητικό κλίμα για περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου, καθώς πλησιάζουμε στο τέλος του 2022.
Στην αμερικανική ήπειρο, οι εταιρείες που σχεδιάζουν δημόσιες εγγραφές περιμένουν να ανοίξει ξανά η αγορά τον επόμενο χρόνο, ενώ στην EMEIA, οι δύσκολες συνθήκες της αγοράς συνεχίζουν να αφήνουν μικρά περιθώρια για δημόσιες εγγραφές. Στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, ενώ δεν έχουν αυξηθεί οι δημόσιες αιτήσεις για δημόσιες εγγραφές, η δραστηριότητα παραμένει ισχυρή στο παρασκήνιο καθώς οι εταιρείες αξιολογούν τις επιλογές τους για το 2023.