Για να πετύχει οποιαδήποτε δημοσιονομική πολιτική, οφείλουμε να ασχοληθούμε και με το κοινωνικό ζήτημα, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Σε άρθρο του, ο Ευ. Τσακαλώτος επισημαίνει πως ακόμα κι εάν η νομισματική ένωση πετύχει οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, οφείλει να ενσκήψει στα προβλήματα της αγοράς εργασίας – όπως οι κακές θέσεις και οι θέσεις που δεν προσφέρουν προοπτική – στα υψηλά επίπεδα ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Τονίζει πως αυτά ακριβώς τα ζητήματα «υποκινούν εθνικιστικές και φυγόκεντρες δυνάμεις» και προειδοποιεί πως «εάν δεν ασχοληθούμε με το κοινωνικό ζήτημα, η εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) απλώς δεν θα λειτουργήσει».
Ο υπουργός Οικονομικών πάντως δεν υποβαθμίζει τη σημασία που έχουν εργαλεία οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, εργαλεία που θα πρέπει να τελειοποιήσει η Ευρωζώνη ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα τις προκλήσεις.
Αναλυτικά το άρθρο του Ευ. Τσακαλώτου:
«Έχει ειπωθεί για την πολιτική ότι πιο σημαντικό από τις απαντήσεις είναι να κάνεις τις σωστές ερωτήσεις. Ποιος είναι ο στόχος της εμβάθυνσης της ΟΝΕ; Σε αυτό το ερώτημα έχει δαπανηθεί λιγότερος χρόνος από όσο θα πίστευε κανείς. Όλοι - ή σχεδόν όλοι - συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να γίνει, αλλά καταβάλλεται ελάχιστη προσπάθεια να συνδεθούν οι προτεινόμενες λύσεις με τις διεγνωσμένες ελλείψεις. Είναι στόχος η μείωση των πιθανοτήτων ή τουλάχιστον της έντασης μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης; Είναι στόχος η αύξηση του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης; Η προώθηση της σύγκλισης στο πλαίσιο της ΟΝΕ; Ή μήπως η αντιμετώπιση των εθνικιστικών και φυγόκεντρων δυνάμεων της Δεξιάς; Ή μήπως όλα αυτά μαζί;
Η έλλειψη σαφήνειας επιβραδύνει την πρόοδο σε αυτό που έχει ονομαστεί Ατζέντα Macron. Εν μέρει αιτία αυτής της επιβράδυνσης έχει να κάνει με τις πολιτικές διαφορές μεταξύ των κρατών- μελών. Πρέπει να προχωρήσουμε ταυτόχρονα με τον επιμερισμό και τη μείωση του κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα, τουλάχιστον, σε πρώτη φάση, στη μείωση του κινδύνου; Χρειαζόμαστε δημοσιονομικά εργαλεία για την ευρωζώνη και ένα σταθεροποιητικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση ασύμμετρων διαταραχών ή μήπως είναι θέμα του κάθε κράτους μέλους να βάζει τα του οίκου του σε τάξη όσον αφορά τα δημοσιονομικά θέματα έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντιδρά μόνο του σε κλυδωνισμούς; Θα μπορούσε ένα φιλόδοξο σχέδιο για επενδύσεις σε ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά να θέσει την Ευρώπη σε υψηλότερη πορεία ανάπτυξης, καθώς και να μετριάσει τις περιφερειακές αποκλίσεις ή απλώς να βασιστούμε στα κράτη μέλη να συνεχίσουν μια ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων; Οι συζητήσεις σχετικά με αυτά και άλλα ερωτήματα παλινδρομούν στις πρόσφατες συναντήσεις του Eurogroup και του Ecofin, χωρίς καμία προφανή ταλάντωση προς μια συμφωνημένη ισορροπία συναίνεσης.
Και ωστόσο, μοιάζει προφανές σε μια πλειοψηφία οικονομολόγων ότι η ΟΝΕ στερείται ορισμένων από τα βασικά εργαλεία τα οποία κάνουν άλλες νομισματικές ενώσεις να λειτουργούν, ιδίως την τραπεζική ένωση και τον επιμερισμό των κινδύνων όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά, καθώς και έναν προϋπολογισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός και εξισορροπητικός μηχανισμός. Για παράδειγμα, η αντίθεση στην ποσοτική χαλάρωση στη Γερμανία είναι απολύτως κατανοητή, καθώς τα πολύ χαμηλά επιτόκια δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλα αποταμιευτικά ιδρύματα. Πράγματι, η ποσοτική χαλάρωση οδήγησε σε πολύ χαμηλά επιτόκια για ορισμένα και όχι αρκετά χαμηλά για κάποια άλλα κράτη μέλη. Η προφανής απάντηση είναι ότι δεν διαθέτουμε αρκετά εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής για να ανταποκριθούμε στους στόχους μας. Τα δημοσιονομικά εργαλεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και μια πιο επεκτατική πολιτική σε εκείνα τα κράτη μέλη που διαθέτουν περισσότερο χώρο για μια τέτοια πολιτική, θα βοηθούσαν πολύ στην επίτευξη του σωστού μίγματος οικονομικής πολιτικής.
Αλλά ακόμα και αυτό δεν επαρκεί. Μπορεί κανείς να έχει οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, αλλά να εξακολουθεί να έχει κακές θέσεις εργασίας ή θέσεις εργασίας χωρίς προοπτική για ικανοποιητική σταδιοδρομία, υψηλά επίπεδα κοινωνικού αποκλεισμού και ανισότητας και μεγάλες περιφερειακές αποκλίσεις στα οικονομικά αποτελέσματα. Αυτά τα ζητήματα υποκινούν εθνικιστικές και φυγόκεντρες δυνάμεις. Εν ολίγοις, εάν δεν ασχοληθούμε με το κοινωνικό ζήτημα, η εμβάθυνση της ΟΝΕ απλώς δεν θα λειτουργήσει.
Θα ήταν δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι η συζήτηση για την εμβάθυνση της ΟΝΕ έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ευρωπαίων πολιτών.
Δεν ήταν καν παρούσα σε πρόσφατες εθνικές εκλογές σε όλη την Ευρώπη. Και όμως, αν δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος για συζήτηση για το πώς η Ευρώπη πρόκειται να είναι πιο δημοκρατική με μεγαλύτερη λογοδοσία και κοινωνικά συμπεριληπτική, πώς μπορούμε να περιμένουμε ότι θα αμφισβητήσουμε τις δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού; Κλείνω επανερχόμενος στο αρχικό μου ερώτημα: Από όλες τις ιδέες για την εμβάθυνση της ΟΝΕ, ποιες είναι που ταιριάζουν περισσότερο και πώς θα αντιμετωπιστεί το κοινωνικό και δημοκρατικό έλλειμμα που βρίσκεται στην καρδιά των δεινών της Ευρώπης;»