Την αργή πρόοδο της ΕΕ προς την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας διαπιστώνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) με έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
«Παρά τις φιλόδοξες προβλέψεις και τις όποιες προσπάθειες, η πρόοδος που καταγράφει η ΕΕ ως προς τον στόχο της σύνδεσης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, και τον απώτερο σκοπό της εξασφάλισης φθηνής ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, είναι αργή», αναφέρει στην ανακοίνωσή του το ΕΕΣ.
Η σωρεία καθυστερήσεων στη σύζευξη των εθνικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας οφείλεται σε αδυναμίες στη διακυβέρνηση της ΕΕ και σε ένα περίπλοκο σύστημα ρυθμιστικών εργαλείων για το διασυνοριακό εμπόριο, που έδρασε ανασταλτικά όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων της αγοράς, τονίζει το ΕΕΣ.
Η δε παρακολούθηση της αγοράς από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ACER, τον οργανισμό της ΕΕ για την ενέργεια, δεν στάθηκε ικανή, ούτε αυτή, σύμφωνα με το ΕΕΣ, για να φέρει τις αναγκαίες βελτιώσεις. Επισημαίνεται, επίσης, ότι τα εποπτικά μέτρα που εφαρμόστηκαν για τον περιορισμό των καταχρήσεων και της χειραγώγησης της αγοράς δεν έφθασαν μακριά, με την έννοια ότι το κυρίως βάρος του κινδύνου στον οποίο είναι εκτεθειμένη η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ μετακυλίστηκε στους τελικούς καταναλωτές.
Υπενθυμίζεται ότι το 1996 ήταν η χρονιά που σήμανε για την ΕΕ την έναρξη ενός πολύπλοκου έργου, αυτού της πλήρους ολοκλήρωσης των εθνικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας. Στόχος ήταν η προσφορά των φθηνότερων δυνατών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές και η εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ.
Ωστόσο, σχεδόν μία δεκαετία μετά τον προβλεπόμενο χρόνο ολοκλήρωσης του έργου το 2014, στην πράξη η αγορά εξακολουθεί να διέπεται από 27 εθνικά ρυθμιστικά πλαίσια, επισημαίνει η έκθεση του ΕΕΣ.
Όπως κατέστη σαφές από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση, οι τιμές χονδρικής διαφέρουν σημαντικά μεταξύ κρατών μελών, ενώ οι τιμές λιανικής εξακολουθούν να επηρεάζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους εθνικούς φόρους και τα τέλη πρόσβασης στα διάφορα δίκτυα και δεν είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό.
Κατά την άποψη του ΕΕΣ, οι καθυστερήσεις οφείλονται στο γεγονός ότι η Επιτροπή επέλεξε οι κατευθυντήριες γραμμές δικτύου να εφαρμοστούν μέσω «όρων, προϋποθέσεων και μεθοδολογιών», μετατοπίζοντας την ευθύνη για την έγκρισή τους στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ) και στον ACER. Η επιλογή αυτή περιέπλεξε και καθυστέρησε υπερβολικά την εναρμόνιση των κανόνων για το διασυνοριακό εμπόριο.
Το ΕΕΣ τονίζει ότι η Επιτροπή, στη σχετική εκτίμηση επιπτώσεων, δεν ανέλυσε επαρκώς τον αντίκτυπο των αποφάσεών της που αφορούσαν τον σχεδιασμό και τη διακυβέρνηση της αγοράς. Η παρακολούθηση της συνεπούς εφαρμογής των κανόνων από μέρους των κρατών μελών ανατέθηκε κυρίως στον ACER.
Ωστόσο, με τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η παρακολούθηση και η αναφορά σχετικών στοιχείων από τον οργανισμό ήταν ελλιπείς, ιδίως λόγω της ανεπάρκειας των δεδομένων, της έλλειψης πόρων και της απουσίας συντονισμού με την Επιτροπή.
Ελλιπής ήταν εξάλλου και η εποπτεία της αγοράς, η οποία απέβλεπε στον εντοπισμό και στην αποτροπή φαινομένων κατάχρησης και χειραγώγησής της.
Το ΕΕΣ καταλήγει ότι η προσέγγιση που υιοθέτησε ο ACER για τη συλλογή στοιχείων δεν ήταν ολοκληρωμένη, καθώς και ότι η αξιολόγηση των δεδομένων που συγκέντρωνε τελικά κάλυπτε εξαιρετικά μικρό φάσμα καταχρηστικών συμπεριφορών.
Επίσης, ο οργανισμός δεν διέθετε επαρκείς πόρους για την ανάλυση των δεδομένων, ούτε ήταν σε θέση να υποστηρίξει τις έρευνες που έπρεπε να γίνουν καθώς αυξανόταν διαρκώς το πλήθος των εικαζόμενων περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς κατά τις διασυνοριακές συναλλαγές.
Το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι οι παραγωγοί, προμηθευτές και μεσίτες ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν, όλοι τους, να εκμεταλλευθούν τις αδυναμίες του συστήματος ή, ακόμη χειρότερα, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για το ποιο θα προσφέρει το πλέον ανεκτικό περιβάλλον από άποψη κυρώσεων και επιβολής.
Την ίδια στιγμή, ο ACER δεν έχει την εξουσία που χρειάζεται, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεπή επιβολή των κανόνων από τα κράτη μέλη, καταλήγει η έκθεση του ΕΕΣ.