«Εδώ και επτά χρόνια ευρωπαϊκά κράτη και ΔΝΤ προσπαθούν να τραβήξουν την Ελλάδα έξω από την κρίση, με ένα μείγμα δανείων βοήθειας, περικοπών και μεταρρυθμίσεων. Εξαιτίας των δανείων (και παρά το ότι μεσολάβησε ένα κούρεμα χρέους ιδιωτών πιστωτών το 2011) το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί από το 145% στο 180% του ΑΕΠ.
Το ότι αυτό το ποσοστό δεν έχει οδηγήσει τη χώρα ακόμη σε χρεοκοπία οφείλεται στο ότι οι Ευρωπαίοι πιστωτές έχουν επιμηκύνει τη διάρκεια των δανείων, οι προθεσμίες αποπληρωμής μετατίθενται για όλο και αργότερα ενώ τα επιτόκια συνεχίζουν να μειώνονται. Το ζήτημα του χρέους αφήνεται να διευθετηθεί σε μια περίοδο, κατά την οποία πιθανώς κανείς από τους σημερινούς πρωταγωνιστές δεν θα βρίσκεται στην ίδια θέση», σημειώνει η Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφορικά με τη συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων εταίρων για το ελληνικό πρόγραμμα.
Ασυμφωνία, αδράνεια και στο βάθος πάλι κρίση
«Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία και το κράτος, που καταγράφονται στα εκάστοτε μεταρρυθμιστικά προγράμματα των πιστωτών, δεν έχουν προχωρήσει μέχρι στιγμής. Ξανά και ξανά βρίσκονται στη μεταρρυθμιστική ατζέντα τα ίδια προαπαιτούμενα για τις συντάξεις, τους φόρους, τις αλλαγές στον εργασιακό τομέα. Κάθε φορά η αξιολόγηση καθυστερεί σημαντικά λόγω της αντίστασης που προβάλλει η Αθήνα. (…) Οι εκπεφρασμένες δημόσια προ δύο εβδομάδων προσδοκίες του γερμανού υπ. Οικονομικών ότι (σσ: το κλείσιμο της τρέχουσας αξιολόγησης) ήταν θέμα λίγων εβδομάδων έχουν ήδη καταρριφθεί», αναφέρει η γερμανική εφημερίδα κάνοντας έναν απολογισμό.
Όπως σημειώνει η FAZ η συνεχιζόμενη διαμάχη για το μέλλον του ελληνικού προγράμματος έχει προ πολλού απομακρυνθεί από τον αρχικό στόχο της που δεν ήταν άλλος από «την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, την ανάκαμψη της οικονομίας και την δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους. Όλοι μεριμνούν για τα δικά τους συμφέροντα». Σύμφωνα με την εφημερίδα στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο W. Schaeuble, ο οποίος, όπως σημειώνει η FAZ, δεν ενδιαφέρεται πια για την εξυγίανση της Ελλάδας. Βέβαια ακόμη και το ότι η ζητούμενη εξυγίανση δεν είναι εφικτή στο πλαίσιο του ισχύοντος προγράμματος, είναι κάτι που ο γερμανός υπουργός δεν θέλει να παραδεχθεί.
Η FAZ υπενθυμίζει τη γερμανική θέση ότι χωρίς την προοπτική περαιτέρω συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα η γερμανική βουλή δεν μπορεί να εγκρίνει νέα δάνεια. Ωστόσο μέχρι στιγμής το Ταμείο δεν έχει ακόμη αποφασίσει τι θα πράξει, κι αυτή η κατάσταση ενδέχεται να κρατήσει μέχρι το τέλος του προγράμματος στα μέσα του 2018. Αυτό όμως δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, γιατί το ΔΝΤ λειτουργεί με τους δικούς του κανόνες, παρατηρεί η εφημερίδα. Ένας εξ αυτών ορίζει ότι μια χώρα δεν μπορεί να λαμβάνει επιπλέον δάνεια εάν το χρέος της δεν είναι βιώσιμο. Μπορεί ο τρόπος υπολογισμού του χρέους να είναι συζητήσιμος, αλλά κανείς δεν μπορεί να στερήσει το ΔΝΤ από το δικαίωμα να επιλέγει το ίδιο το πώς θα το υπολογίσει. Το ότι το ΔΝΤ ζητά από τους Ευρωπαίους να προσδιορίσουν τρόπους ελάφρυνσης του χρέους για την περίπτωση που προκύψει ανάγκη το 2018, είναι επίσης κατανοητό, εκτιμά η FAZ. Αυτό όμως ο W. Schaeuble το θεωρεί «χυδαίο» λαμβάνοντας υπόψη το κόστος μιας τέτοισς ενέργειας για τον γερμανό φορολογούμενο.
«Ο Schaeuble θέλει μεν να διατηρήσει την τεχνογνωσία του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά όταν αυτή οδηγεί σε μη επιθυμά αποτελέσματα, τότε το αγνοεί». Ο γερμανός υπουργός προσπαθεί κάθε τόσο με διάφορα επιχειρήματα να στηρίξει τη θέση του περί παραμονής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα χωρίς περεταίρω ελαφρύνσεις, ωστόσο αυτό δεν συνεπάγεται ότι και το ΔΝΤ θα συνάψει ένα νέο πρόγραμμα με τους όρους του Schaeuble, σημειώνει κλείνοντας η εφημερίδα, εκτιμώντας ότι, ούτως εχόντων των πραγμάτων, το πιο πιθανό είναι να μην αλλάξει κάτι μέχρι τις γερμανικές εκλογές. Στη συνέχεια, αναφέρει το δημοσίευμα, μέσα στο φθινόπωρο ΔΝΤ θα μπορούσε να κάνει την «έκπληξη» και να βγει από το ελληνικό πρόγραμμα, ο Schaeuble να «νίψει τας χείρας του» και η ελληνική κρίση να συνεχίσει να παραμένει άλυτη, όπως παλιά.
Melenchon εναντίον Le Pen. Γιατί όχι;
Στα αυριανά φύλλα των γερμανικών εφημερίδων το θέμα που απασχολεί έντονα αρθογράφους και σχολιογράφους είναι οι επικείμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές της Κυριακής, που θεωρούνται από τις κρισιμότερες των τελευταίων δεκαετιών. Η FAZ σχολιάζει ειδικότερα την ξαφνική, απρόσμενη άνοδο που καταγράφει λίγο πριν τον πρώτο γύρο των εκλογών ο υποψήφιος της Γαλλικής Αριστεράς Jean-Luc Melenchon. «Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις οι τέσσερις υποψήφιοι για την προεδρία είναι τόσο κοντά, που ο καθένας τους είναι πιθανό να βρεθεί στον δεύτερο γύρο. Πιθανή θεωρείται ακόμη και μια αναμέτρηση του αριστερού Melenchon με την ακροδεξία Le Pen.
Αλλά ένα τέτοιο σενάριο τρομάζει όχι μόνο τους εργοδότες και τα χρηματιστήρια αλλά και τις κεντρικές τράπεζες, δεδομένου ότι τόσο η Le Pen όσο και ο Melenchon απορρίπτουν εκ θεμελίων το ευρώ υπό την παρούσα δομή του.» Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιεύει η γαλλική Le Monde, ο Melenchon θεωρείται ως «ο μεγάλος κερδισμένος της τελευταίας φάσης του προεκλογικού αγώνα», έχοντας αυξήσει το ποσοστό του κατά 7,5 μονάδες μόλις σε έναν μήνα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται σε σχόλιο της και η Westfalische Nachtrichten, η οποία σημειώνει ότι οι Γάλλοι νιώθουν πλέον κορεσμό απέναντι στη διαφθαρμένη κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας. Ωστόσο «καταστροφή θα ήταν μια τελική αναμέτρηση Le Pen εναντίον Melenchon: μια ακροδεξιά εναντίον ενός αριστερού λαϊκιστή. Το στοιχείο που τους συνδέσει είναι το μίσος για την ΕΕ. Ίσως βέβαια να μην οδηγήσει ο πρώτος γύρος σε αυτόν τον συνδυασμό, αλλά δυστυχώς και αυτό το σενάριο είναι πιθανό». Σε αντίθετο τόνο κινείται η Die Zeit, η οποία διερωτάται σε εκτενές αφιέρωμα για τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία: «γιατί όχι Melenchon;», τονίζοντας ότι στον φετινό προεκλογικό αγώνα ήταν ίσως ο μόνος που έφερε στο προσκήνιο της συζήτησης τους ξεχασμένους μετανάστες των προαστίων και της επαρχίας αλλά και τα προβλήματά τους: την ανεργία, τα ναρκωτικά και τον φόβο της αστυνομίας.
Πηγή: skai.gr
Φωτογραφία: SOOC