Του Βασίλη Γεώργα
Μετάθεση για τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2016 φαίνεται να παίρνει η προοπτική χρηματοδοτικής συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα σύμφωνα με πληροφορίες που προέρχονται από το ευρωπαϊκό τμήμα των θεσμών και κυβερνητικές πηγές.
Οι εκτιμήσεις είναι πως με τα έως τώρα δεδομένα η κατάληξη σε μια συνολική συμφωνία επί του σχεδίου διευθέτησης του ελληνικού χρέους με τους όρους που επιδιώκει να γίνει το ΔΝΤ, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί τόσο από χρονικής πλευράς μέχρι το Eurogroup της 24ης Μαΐου, όσο και για πολιτικούς λόγους.
Πηγές με τις οποίες επικοινώνησε το Liberal.gr σημείωναν πως «με δεδομένο ότι για το ΔΝΤ το θέμα της εκ των προτέρων διευθέτησης του χρέους είναι πολύ σημαντικό για να αποφασίσει να συμμετάσχει χρηματοδοτικά, θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος συζητήσεων ώστε η Ευρώπη και το Ταμείο να καταλήξουν σε μια τελική λύση. Επομένως στόχος είναι σε αυτή τη χρονική φάση να σχεδιαστεί το περίγραμμα του «οδικού χάρτη» και τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο να ληφθούν τελικές αποφάσεις».
Τη δυσκολία επίτευξης μιας συμφωνίας για το χρέος περιέγραψε χθες και ο επικεφαλής του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem, αναφέροντας ότι «το χρέος παραμένει ένα πολύ ευαίσθητο θέμα τόσο για την ευρωζώνη όσο και για το ΔΝΤ».
Μολονότι ο ίδιος τάχθηκε υπέρ μιας ξεκάθαρης απόφασης στο πλαίσιο του επόμενου Eurogroup για το τι θα συμβεί με τη λήξη του προγράμματος το 2018 ώστε να διαλυθεί κάθε αβεβαιότητα για τα επόμενα τρία χρόνια, άφησε να εννοηθεί πως οι διαφορές είναι πολύ σημαντικές για να γεφυρωθούν σε αυτή τη χρονική φάση.
Μια χρονική μετάθεση των αποφάσεων για το χρέος εξυπηρετεί πολιτικά όχι μόνο τη Γερμανία και άλλες χώρες της ευρωζώνης που δεν επιθυμούν άμεση συμφωνία, αλλά και την ελληνική κυβέρνηση για δύο λόγους: αφενός για να αποσυνδεθεί οριστικά η διαδικασία της 1ης αξιολόγησης από το χρέος και συνεπώς να καταστεί εφικτή και να μην καθυστερήσει περισσότερο η αποδέσμευση δόσεων ή ολόκληρης της δόσης τον Ιούνιο. Και αφετέρου για να μην χρειαστεί να υπογράψει ακόμη ένα μνημόνιο (Memorandum of Economic and Financial Policies) με το ΔΝΤ το οποίο θα εμπεριέχει πολιτικά δύσπεπτες δεσμεύσεις παρεμβάσεων κυρίως σε τομείς περικοπής κόστους και διαρθρωτικών αλλαγών στα εργασιακά κλπ.
Το ερώτημα είναι αν το ΔΝΤ που συνεχίζει να διατυπώνει σοβαρές ενστάσεις τόσο επί της προωθούμενης λύση για τον αυτόματο μηχανισμό διόρθωσης των δημοσιονομικών αποκλίσεων χωρίς την αποτύπωση συγκεκριμένων μέτρων, όσο και για την πρόταση «light» αντιμετώπισης του χρέους, θα πειστεί να υποχωρήσει στις γερμανικές πιέσεις και θα αποδεχθεί την υποσχετική για συζήτηση του χρέους αργότερα, ή θα επιμείνει στη στάση του.