Στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει στο προσεχές διάστημα η Ελλάδα και συνολικά η Ευρωζώνη αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας στο πλαίσιο ομιλίας του σε εκδήλωση της Young Presidents'' Organization, τονίζοντας για μία ακόμα φορά την ανάγκη μείωσης του μεσοπρόθεσμου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ, από 3,5%.
Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε την εκτίμηση ότι η μείωση του στόχου για το πλεόνασμα είναι εφικτή χωρίς να επηρεάζονται οι προοπτικές βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εφόσον συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
«Αυτή η δημοσιονομική χαλάρωση θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία, καθώς θα καταστήσει δυνατή τη μείωση της φορολογίας και την απελευθέρωση πόρων για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ θα καταστήσει τους δημοσιονομικούς στόχους οικονομικά και κοινωνικά εφικτούς», πρόσθεσε ο διοικητής της ΤτΕ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι παραπάνω δράσεις θα προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις και θα θέσουν σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την έξοδο από την ύφεση και τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας. Η ολοκλήρωση της ΟΝΕ στις κατευθύνσεις που προτείνει η Έκθεση των Πέντε Προέδρων, μέσω του στενότερου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και της διεύρυνσης του επιμερισμού των κινδύνων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, είναι προϋπόθεση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της ΟΝΕ και της μακροπρόθεσμης ευημερίας των κρατών-μελών της.
Σε ότι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε τα εξής: Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο μετά την Κύπρο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ευρώπη, το οποίο στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016 ανερχόταν στο 45% του συνόλου των ανοιγμάτων ή σε 108,7 δισεκ. ευρώ.
Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορες πρωτοβουλίες για την καθιέρωση ενός πλαισίου διευθέτησης του ιδιωτικού χρέους που θα χαρακτηρίζεται από ταχύτερες και αποτελεσματικότερες διαδικασίες. Αυτές οι πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων: (α) την πρόσφατα ψηφισθείσα τροποποίηση του ν. 4354/2015, η οποία ανοίγει το δρόμο για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, (β) τη θέσπιση ενισχυμένου πλαισίου για τον εξωδικαστικό διακανονισμό του χρέους και της προπτωχευτικής διαδικασίας, (γ) την άρση μιας σειράς φορολογικών εμποδίων για δανειολήπτες και δανειστές, (δ) την πρόσφατη αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών με σκοπό τη διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και, όπου ενδείκνυται, ευελιξία στην αντιμετώπιση των συνεργάσιμων δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους τους, (ε) τις τροποποιήσεις της νομοθεσίας με σκοπό να εξασφαλιστεί η συνεργασία των παλαιών μετόχων στην αναδιάρθρωση των επιχειρήσεών τους, (στ) την εισαγωγή ενός πλαισίου συνολικής παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των τραπεζών στον τομέα της διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και, τέλος, (ζ) μια σειρά από στόχους και βασικούς δείκτες επιδόσεων με σκοπό τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 40% μέχρι το τέλος του 2019.
Για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη, τόνισε ότι μερικές από αυτές είναι πολιτικής φύσεως και σχετίζονται με τις λαϊκίστικες και αντιευρωπαϊκές απόψεις που ακούγονται με αφορμή το κύμα προσφύγων, ενώ άλλες σχετίζονται με τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση της ζώνης του ευρώ. Τα τελευταία χρόνια επιτεύχθηκε σημαντική πρόοδος τόσο στην Ελλάδα όσο και στη ζώνη του ευρώ, ενώ η διευκολυντική νομισματική πολιτική στηρίζει την ανάκαμψη.
Όμως, επιβάλλεται να γίνουν ακόμη περισσότερα, με σκοπό την εντατικοποίηση των προσπαθειών για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την παροχή κινήτρων για επενδύσεις, ούτως ώστε να στηριχθεί η ανάκαμψη και να ενισχυθούν η ανάπτυξη και η απασχόληση μεσομακροπρόθεσμα. Όσον αφορά την Ελλάδα, η σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και της ρευστότητας, αναμένεται να συμβάλει στην εξομάλυνση των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Επίσης, η δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων μας να λάβουν μέτρα για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους βραχυπρόθεσμα έως μεσομακροπρόθεσμα αποτελεί θετική εξέλιξη. Όμως, τα προβλεπόμενα μέτρα διαχείρισης του δημόσιου χρέους χρειάζεται να εξειδικευθούν, να ποσοτικοποιηθούν και να εφαρμοστούν με εμπροσθοβαρή τρόπο. Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, συμβάλλοντας περαιτέρω στην παγίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης.
Τέλος, η ζώνη του ευρώ, καθώς και άλλες περιοχές του κόσμου, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ορισμένες από τις ανεπιθύμητες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής προόδου. Η αδυναμία αντιμετώπισης της ανεργίας, οι μειώσεις των μισθών, οι αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες και η φοροδιαφυγή – η οποία σχετίζεται κατά κύριο λόγο με εξωχώριες δραστηριότητες που διαφεύγουν τον έλεγχο – οδηγούν σε αυτό που περιγράφεται ως «αποτυχία των ελίτ» και σε άνοδο του λαϊκισμού παγκοσμίως.