Τα ταραγμένα νερά της διεθνούς οικονομίας απαιτούν πιο πολύ παρά ποτέ συνέχιση μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και δημοσιονομική σύνεση. «Θα μου ήταν αδιανόητο, οι επόμενες εκλογές να διακυβεύσουν τα επιτεύγματα που έχουμε πετύχει με τόσες θυσίες. Μια παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα θα υπονόμευε το κλίμα εμπιστοσύνης», είναι το μήνυμα που στέλνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ενόψει εκλογών για σύνεση και υπευθυνότητα.
Στην συνέντευξή του στο Liberal, o Γιάννης Στουρνάρας μιλάει για τις μεταρρυθμίσεις, την πορεία της ελληνικής οικονομίας, την επενδυτική βαθμίδα, τις τράπεζες και την πορεία των επιτοκίων.
- Για τις μεταρρυθμίσεις, εξηγεί γιατί η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια, όπως για παράδειγμα στο τρίγωνο της γνώσης «Παιδεία-Ερευνα-Καινοτομία», καθώς και στην μεγαλύτερη συμμετοχή γυναικών και νέων στην αγορά εργασίας.
- Για την οικονομία, λέει ότι η τα επόμενα χρόνια, η οικονομία θα κινηθεί με ανάπτυξη κοντά στο 3%, υπό προϋποθέσεις ότι θα έχει αποκλιμακωθει η γεωπολιτική κρίση και θα η αυστηρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν θα έχει αφήσει μόνιμες πληγές.
- Για την επενδυτική βαθμίδα, ότι πληρούμε πλέον όλες τις προυποθέσεις και δεν την έχουμε λάβει, επειδή οι οίκοι αξιολόγησης αναμένουν το εκλογικό αποτέλεσμα και τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης. Αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτό, όπως λέει, ότι η απόκτησή της, η οποία θεωρείται δεδομένη μετά , πλέον δεν είναι αρκετή. «Οι απαιτήσεις μεγαλώνουν. Πρέπει να βάλουμε ως χώρα έναν ακόμη πιο απαιτητικό στόχο».
- Για τα επιτόκια, τοποθετεί χρονικά το τέλος της ανοδικής τους τροδχιάς σαφώς μέσα στο 2023, ενδεχομένως ακόμη και μέσα στο πρώτο εξάμηνο.
- Για τις τράπεζες, εξηγεί ότι είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, τόσο οι συστημικές, όσο και οι μη συστημικές.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη.
Καθ’ οδόν προς τις εκλογές, έχετε κρούσει επανειλλημένα τον τελευταίο καιρό, καμπανάκια, ότι δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε όσα έχει πετύχει η χώρα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τι σας ανησυχεί;
Την προηγούμενη δεκαετία, η Ελλάδα πέρασε μια κρίση, η οποία προήλθε από ατυχείς επιλογές, κυρίως δημοσιονομικές αλλά και από την στασιμότητα στις μεταρρυθμίσεις. Η χώρα έζησε μια μεγάλη κρίση χρέους. Αυτά όλα ξεπεράστηκαν με τις θυσίες του ελληνικού λαού, αλλά και με την μεγάλη βοήθεια που λάβαμε από τους εταίρους μας, η οποία οδήγησε σε μία σημαντικότατη αναχρηματοδότηση του χρέους με ποσό άνω των 250 δισ. ευρώ. Αποτέλεσμα, σήμερα το ελληνικό χρέος αναχρηματοδοτείται με επιτόκιο περίπου 1,4% ετησίως, έχει μέση υπολειπόμενη διάρκεια γύρω στα είκοσι χρόνια και κυρίως διακρατείται από επίσημους φορείς.
Αυτό μας εξασφαλίζει για αρκετά χρόνια, όμως υπό προϋποθέσεις: Ότι εμείς θα επιστρέψουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα είναι ικανά να αποπληρώνουν τους τόκους του χρέους. Επίσης ότι θα ακολουθήσουμε αξιόπιστες οικονομικές πολιτικές και θα κάνουμε μεταρρυθμίσεις, ώστε να αυξήσουμε το δυνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σε μια χώρα όπου ο πληθυσμός είναι, περίπου, στάσιμος. Αυτός είναι ο φάρος που πρέπει να μας καθοδηγεί στα ταραγμένα νερά της διεθνούς οικονομικής πραγματικότητας.
Η κατάσταση υπαγορεύει περισσότερο παρά ποτέ δημοσιονομική σύνεση και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας. Η αύξηση αυτή είναι απολύτως απαραίτητη για να αντισταθμιστεί η στασιμότητα του πληθυσμού, και να βελτιώσει το επίπεδο ευημερίας των Ελλήνων πολιτών.
Μπορεί να διακυβευθούν όλες αυτές οι προϋποθέσεις που θέτετε;
Θα μου ήταν αδιανόητο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, οι επόμενες εκλογές να διακυβεύσουν τα επιτεύγματα που έχουμε πετύχει με τόσες θυσίες προς όφελος των τωρινών και των επόμενων γενεών. Μια ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα θα υπονόμευε το κλίμα εμπιστοσύνης που μόλις σας περιέγραψα.
Τι εννοείτε με τη φράση «παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα»;
Εννοώ να μην έχουμε μετά τις εκλογές μια κυβέρνηση η οποία θα λάβει τις απαραίτητες οικονομικές αποφάσεις για τις οποίες σας μίλησα παραπάνω.
Πώς πρέπει να κινηθεί η επόμενη κυβέρνηση, ώστε να αποφύγει τις παγίδες και τους κινδύνους από ένα πολύ πιο δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον;
Το μακροοικονομικό περιβάλλον των επομένων ετών θα είναι πιο δύσκολο, τα επιτόκια υψηλότερα, οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης δεν θα κινούνται με 8%, ούτε με 6%, αλλά με περίπου 3%. Δηλαδή έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο αναπτυξιακών επιδόσεων, οι οποίες θα είναι οι μισές σε σχέση με εκείνες της τελευταίας διετίας. Αυτά όλα σημαίνουν ότι και η απαιτούμενη δημοσιονομική προσπάθεια, πρέπει να είναι μεγαλύτερη.
Κυρίως όμως - και θέλω να το τονίσω αυτό - ακόμη μεγαλύτερη πρέπει να είναι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Σε ποιους κατά την γνώμη σας τομείς χρειάζεται να πέσει το βάρος;
Ένα παράδειγμα αφορά την αγορά εργασίας και την επείγουσα ανάγκη να αυξηθεί η συμμετοχή του πληθυσμού στην παραγωγική διαδικασία. Σκεφτείτε ότι μιλάμε για μια χώρα, την Ελλάδα, η οποία, και τα επόμενα χρόνια, θα έχει στάσιμο πληθυσμό. Είναι μια χώρα, η οποία σήμερα, παρουσιάζει, έναν από τους μικρότερους ρυθμούς συμμετοχής, πανευρωπαϊκά, του ενεργού πληθυσμού στην αγορά εργασίας. Μόνο το 69,4% του ενεργού πληθυσμού συμμετέχει στην αγορά εργασίας όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι 74,682%.
Η συμμετοχή και παραμονή του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας και ιδίως των γυναικών και των νέων έχει ιδιαίτερη σημασία και πολιτικές προς αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικές. Τέτοιες πολιτικές, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, τις πολιτικές για την εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, τη μείωση των κινήτρων πρόωρης συνταξιοδότησης.
Στο σενάριο που την επόμενη τετραετία δεν γίνουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις, τότε, καθώς ο διεθνής ανταγωνισμός θα οξύνεται λόγω και της διείσδυσης της Tεχνητής Nοημοσύνης, θα δούμε την Ελλάδα να μένει πίσω και στην ουσία να χάνονται πολλές από τις θυσίες των τελευταίων ετών;
Αυτό που μόλις είπατε για την τεχνητή νοημοσύνη δείχνει ένα άλλο σύνολο μεταρρυθμίσεων που έχουν να κάνουν με το τρίγωνο της γνώσης, δηλαδή την Παιδεία, την Έρευνα και την Καινοτομία. Αυτός είναι ένας άλλος τομέας όπου πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας για να μην μείνουμε πίσω σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στο χώρο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Ο κίνδυνος στο σενάριο που προαναφέρατε, ναι, είναι υπαρκτός.
Πόσο κοντά είμαστε κε Διοικητά στην εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας;
Πλέον, πληρούμε τις περισσότερες από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, προκειμένου να τη λάβουμε. Δεν την έχουμε ακόμη λάβει, επειδή οι οίκοι αξιολόγησης αναμένουν το εκλογικό αποτέλεσμα και επειδή προφανώς περιμένουν τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, για την οποία όλοι θεωρούμε ότι πρέπει να είναι συνεπής με τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Δηλαδή την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Σε ένα περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας, η τήρηση των δεσμεύσεων αυτών, προφανώς διευκολύνεται.
Συνοπτικά, τα οφέλη από την επενδυτική βαθμίδα, θα είναι η επιλεξιμότητα των κρατικών ομολόγων από μεγάλα θεσμικά επενδυτικά κεφάλαια, δηλαδή η διεύρυνση της επενδυτικής βάσης, η οποία θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα των ελληνικών τίτλων απέναντι σε εξωγενείς διαταραχές.
Ταυτόχρονα, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού Δημοσίου θα δώσει τη δυνατότητα για σταδιακή αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία τόσο των τραπεζών, όσο και μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων.
Αλλά η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δεν είναι πλέον αρκετή κε Φιντικάκη. Αυτή τη στιγμή τα ομόλογά μας τιμολογούνται σαν να έχουμε ήδη την επενδυτική βαθμίδα. Πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την επενδυτική βαθμίδα. Να αναβαθμιστούμε κι άλλο.
Τι εννοείτε;
Η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι ένας αρκετά φιλόδοξος στόχος. Τα πράγματα κινούνται προς τα μπροστά, οι απαιτήσεις μεγαλώνουν. Πρέπει να βάλουμε ως χώρα ακόμη πιο απαιτητικό στόχο. Από μόνη της, η επενδυτική βαθμίδα δεν ικανοποιεί πλέον τις φιλοδοξίες μας. Πρέπει να προχωρήσουμε περαιτέρω.
Έχει γίνει αντιληπτό αυτό;
Γι’ αυτό ακριβώς το αναφέρω, για να γίνει αντιληπτό.
Ποιο είναι το καλό σενάριο για την ελληνική οικονομία και ποιους κινδύνους εσείς βλέπετε;
Σας περιέγραψα παραπάνω τα ταραγμένα νερά της νέας οικονομικής πραγματικότητας διεθνώς. Το 2023, σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβολών της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κινηθεί στο 2,2%, ενώ για το 2024 αναμένεται ένας ρυθμός γύρω στο 3%, αλλά εφόσον τηρηθούν μια σειρά από προυποθέσεις: Να αποκλιμακωθεί η γεωπολιτική κρίση, να συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία οι τιμές της ενέργειας και να μην αφήσει μόνιμες πληγές στην οικονομία της ευρωζώνης η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Στο μέτωπο του πληθωρισμού, στην Ελλάδα, αναμένεται επιβράδυνση στο 4,4% φέτος έναντι 9,3% πέρυσι, και στο 3,4% το 2024, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων. Επιμένει ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής, στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και στις υπηρεσίες.
Σε μακροπρόθεσμο πάντως επίπεδο και παρά την αύξηση των επιτοκίων, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι ευοίωνες. Σκεφτείτε τη χρηματοδότηση από διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, δηλαδή από το Ταμείο Ανάκαμψης και από το ΕΣΠΑ της περιόδου 2021-2027.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι για την Ελλάδα που θα μπορούσαν να δυσχεράνουν την πορεία του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού οικοσυστήματος; Δηλαδή τράπεζες και servicers;
Δεν βλέπω αυτή τη στιγμή ιδιαίτερους κινδύνους στο χώρο αυτό, καθώς οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, τόσο οι συστημικές, όσο και οι μη συστημικές. Έχουμε σημαντικά αποθέματα ρευστότητας. Εκείνο που έχει ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, είναι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και η δημοσιονομική σταθερότητα. Υπάρχει μια συνέργεια μεταξύ των δυο.
Δηλαδή, ένας σφριγηλός τραπεζικός τομέας βοηθάει και την δημοσιονομική σταθερότητα, όπως και τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, καθώς είναι σε θέση να χορηγεί δάνεια σε νέες και νεοφυείς επιχειρήσεις. Από την άλλη μεριά, ένας ισχυρός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και μια δημοσιονομικά υγιής κατάσταση βοηθάει και τον τραπεζικό τομέα. Άρα βλέπουμε ότι έχουμε συνέργειες και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Σας ανησυχούν η ανοδική τροχιά των επιτοκίων και τα κόκκινα δάνεια;
Βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της αύξησης των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Δεν λέω ότι έχουμε φτάσει στο τέλος, λέω ότι είμαστε κοντά στο τέλος. Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις που θα έρθουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πλέον, δεν θα είναι σημαντικές σε σχέση με εκείνες που κάναμε από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι και σήμερα και οι οποίες ήταν 350 μονάδες βάσης, από το 0,5% στο 3%.
Πότε τοποθετείτε χρονικά το τέλος της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων;
Το τοποθετώ, σαφώς μέσα στο 2023. Και ενδεχομένως ακόμη και μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023.
Η αύξηση των δόσεων δημιουργεί φόβους για μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων. Ανησυχείτε;
Ενδεχομένως η αύξηση των δόσεων που συνδέεται με την άνοδο των επιτοκίων να δημιουργήσει μια νέα γενιά κόκκινων δανείων τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις. Αλλά, όλα τα υποδείγματα, τα οποία τρέχει η Τράπεζα της Ελλάδος, δείχνουν ότι αυτή η αύξηση των κόκκινων δανείων δεν είναι τέτοια, ώστε να ανατρέψει έστω και κατ’ ελάχιστον την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα.
Ζήσαμε μια μίνι τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ και στην Ελβετία. Πώς αποσοβήθηκε ο ερχομός της στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
Δεν αποσοβήθηκε μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρωζώνη. Πουθενά στην Ευρωζώνη δεν ζήσαμε φαινόμενα τύπου Silicon Valley Bank ή Credit Suisse, καθώς είναι τέτοια η σφριγηλή εποπτεία που ασκείται σε συστημικές και μη συστημικές τράπεζες, από τότε που έγινε ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός, ώστε τις υποβάλουμε σε συνεχείς δοκιμασίες, τόσο για τη ρευστότητα όσο και τα κεφάλαια τους. Το γεγονός ότι ανταπεξήλθαν επιτυχώς στην μίνι τραπεζική κρίση, δείχνει ακριβώς ότι οι παραπάνω διαδικασίες φέρνουν αποτέλεσμα.