Το τελευταίο που χρειάζεται τώρα η υπερχρεωμένη Ελλάδα είναι έναν «εξοπλιστικό ανταγωνισμό» μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, σημειώνει σε δημοσίευμά της με τίτλο «Ελλάδα και Τουρκία εξοπλίζονται», η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
«[…] Οι υπέρογκες αμυντικές δαπάνες ήταν ένα από τα αίτια της κρίσης χρέους. Από τη δεκαετία του 1970 οι δυο εχθρικά διακείμενες χώρες επιδόθηκαν σε έναν ανταγωνισμό αγοράς αμυντικού εξοπλισμού που απέβη καταστροφικός για την Ελλάδα. Κατά διαστήματα η Αθήνα δαπανούσε σχεδόν το 6% του ΑΕΠ της για το στρατό, περισσότερα από κάθε άλλη χώρα του ΝΑΤΟ πλην των ΗΠΑ. Οι εξοπλιστικές δαπάνες χρηματοδοτούνταν με νέα δάνεια. Υπό το βάρος της κρίσης η Αθήνα αναγκάστηκε να κόψει σχεδόν στο μισό τον αμυντικό της προϋπολογισμό. Οι ένοπλες δυνάμεις μειώθηκαν από 128.000 σε 106.000 στρατιώτες. Ενώ το 2009 η Αθήνα δαπανούσε εννέα δις δολάρια για το στρατό, πέρσι ήταν μόλις 4,7 δις. Ο αριθμός αντιστοιχεί όμως στο 2,36% του ΑΕΠ, την ώρα που ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ δεν ξεπερνά το 1,46%. Η Τουρκία ξόδεψε μεν 12,1 δις δολάρια, ωστόσο ο αριθμός αντιστοιχεί μόλις στο 1,5% του ΑΕΠ. Οι αριθμοί καταδεικνύουν πόσο άνισος είναι αυτός ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός μεταξύ των δυο χωρών αλλά και ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία δυνατότητα να τον κερδίσει».
Ανέφικτη η «καθαρή έξοδος» της Ελλάδας
«Το ελληνικό δράμα συνεχίζεται» σημειώνει η γερμανική εφημερίδα Rheinische Post αναφερόμενη στην προοπτική ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, σύμφωνα με την Deutsche Welle, «τον Αύγουστο η Ελλάδα αναμένεται να ολοκληρώσει μετά από οκτώ χρόνια το πρόγραμμα προσαρμογής. Μέχρι τότε θα λάβει τα τελευταία δάνεια. Ωστόσο οι δυσκολίες δεν έχουν επ΄ ουδενί ξεπεραστεί. Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει το τεράστιο βάρος του χρέους».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, δεδομένου ότι το χρέος έχει εκτιναχθεί στο 179,8% του ΑΕΠ από 126,7% πριν την κρίση «[…] δεν μπορεί να γίνεται λόγος για το τέλος του 'ελληνικού δράματος του χρέους''. Το χρέος είναι υψηλότερο παρά ποτέ. Και τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους της Κομισιόν, υπό μη ευνοϊκές συνθήκες το ποσοστό του χρέους μπορεί να εκτιναχθεί μέχρι το 2060 στο 244%. Στόχος της ελάφρυνσης είναι να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο. Στις 27 Απριλίου το θέμα μπαίνει στην ατζέντα του Eurogroup. Οι τεχνικές προεργασίες βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο», επισημαίνει η εφημερίδα, αναφέροντας ότι στο τραπέζι υπάρχουν περίπου δέκα διαφορετικές προτάσεις που προβλέπουν μεταξύ άλλων, παράταση της ωρίμανσης των δανείων, πάγωμα των επιτοκίων αλλά και σύνδεση της εξυπηρέτησης του χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης.
«Το ότι η Ελλάδα θα λάβει ελάφρυνση του χρέους είναι σχεδόν βέβαιο. Αυτό που απομένει να διευκρινιστεί είναι οι λεπτομέρειες και οι όροι. […] Βέβαιο είναι ότι η ελάφρυνση του χρέους θα συνοδεύεται από αυστηρούς ελέγχους. Με τον τρόπο αυτό οι πιστωτές θέλουν να διασφαλίσουν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παραμείνει σε μεταρρυθμιστική τροχιά και προσηλωμένη στη δημοσιονομική πειθαρχία. Μπορεί προσφάτως και στη διάρκεια υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός Τσίπρας να αναφέρθηκε στην προοπτική 'καθαρής εξόδου'' από το πρόγραμμα 'χωρίς νέες δεσμεύσεις''. Ωστόσο εάν θέλει ελάφρυνση του χρέους δεν θα μπορέσει να τηρήσει αυτή την υπόσχεση».