Οι τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας φαίνεται να επιβεβαιώνουν όσους υποστήριζαν ότι η απεμπλοκή από τις οικονομικές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης δεν θα είναι τόσο εύκολη όσο θεωρήθηκε στις αρχές του καλοκαιριού. Ήδη η εμφάνιση του τέταρτου κύματος μετριάζει τις προσδοκίες για τα έσοδα της τρέχουσας τουριστικής περιόδου, ενώ το lockdown –έστω και περιορισμένης μορφής– της Μυκόνου χτυπάει ηχηρά το καμπανάκι για ανάλογες παρεμβάσεις –με τις αντίστοιχες προφανώς οικονομικές συνέπειες–, εφόσον η δυναμική της πανδημίας ενισχυθεί περαιτέρω.
Τα παραπάνω γεγονότα αναπόφευκτα «φρενάρουν» το κλίμα αισιοδοξίας που έτεινε να διαμορφωθεί στο τέλος της περασμένης άνοιξης και υποχρεώνουν όλους τους παράγοντες της οικονομίας, δημόσιους και ιδιωτικούς, να αναδιαμορφώσουν αντίστοιχα τις προσδοκίες και τη στρατηγική τους.
Τα ερωτήματα που εύλογα ανακύπτουν σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με το αν η παράταση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας θέτει σε κίνδυνο την πορεία της ελληνικής οικονομίας βραχυπρόθεσμα και με το ποιες είναι οι προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αυτή αντιμέτωπη μακροπρόθεσμα.
Η ανησυχία, ανάμεσα στα άλλα, εντείνεται από την περιορισμένη πλέον δυνατότητα του κράτους να ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας σε περίπτωση που η δυναμική της πανδημίας προκαλέσει σκέψεις για νέο lockdown. Μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας, κατά τη διάρκεια του οποίου ο ιδιωτικός τομέας –επιχειρήσεις και εργαζόμενοι– έγιναν αποδέκτες μιας μεγάλης δημοσιονομικής στήριξης, που αποτυπώθηκε μερικώς και στην κατακόρυφη αύξηση του δημόσιου χρέους ως προς τος ΑΕΠ περίπου στο 210%, είναι σαφές ότι μια παρόμοια πολιτική δεν είναι πλέον εφικτή, αλλά ενδεχομένως ούτε και επιθυμητή.
Ο συλλογισμός αυτός μας οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι ένα lockdown της μορφής που ζήσαμε τον προηγούμενο ενάμιση χρόνο δεν μπορεί να αποτελεί πολιτική επιλογή όχι μόνο λόγω της υφιστάμενης κοινωνικής κόπωσης, αλλά επιπροσθέτως, και ίσως κυρίως, διότι δεν μπορεί να υποστηριχτεί δημοσιονομικά. Από την άλλη, στον αντίποδα της επιδείνωσης των οικονομικών προβλέψεων βρίσκονται οι εκτιμήσεις ότι η χαλαρότητα στη δημοσιονομική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα εξακολουθήσει κατά πάσα πιθανότητα και το 2022, ενώ στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής μάλλον δεν θα πρέπει να περιμένουμε κάποια αξιόλογη μεταβολή έως τουλάχιστον τα μέσα του επόμενου έτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αποδόσεις των κρατικών χρεογράφων.
Επιπλέον, η Πολιτεία έχει στη φαρέτρα της δύο καινούρια όπλα, τους εμβολιασμούς και τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ειδικότερα, η επιτάχυνση της εμβολιαστικής κάλυψης –πέραν όλων των άλλων ωφελειών που σχετίζονται με την υγειονομική σταθερότητα– αποτελεί τον μόνο επιβεβαιωμένο τρόπο μέσω του οποίου η οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα μπορεί να επανέλθει όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε κανονικότητα, ενώ η εισροή των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, ήδη από το τρέχον έτος, αποτελεί μια ένεση επενδυτικής ρευστότητας με προφανείς επιπτώσεις στη ζήτηση της οικονομίας (μολονότι δεν είναι αυτό ο κυρίαρχος στόχος των πόρων του Ταμείου).
Τα παραπάνω αφορούν τον βραχυχρόνιο ορίζοντα της ελληνικής οικονομίας. Οι πραγματικές προκλήσεις γι’ αυτή ωστόσο αφορούν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της, που δεν σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας. Αυτές εξαρτώνται από την αντιμετώπιση των θεμελιωδών αιτιών που κάνουν την ελληνική οικονομία, υπό φυσιολογικές συνθήκες, να λειτουργεί υπό την παρουσία ελλειμμάτων τόσο στο δημοσιονομικό επίπεδο, όσο και στον εξωτερικό τομέα, και που θέτουν σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους της οικονομίας, αλλά και του ασφαλιστικού της συστήματος.
Αυτές οι αιτίες δυστυχώς δεν αντιμετωπίστηκαν την προηγούμενη δεκαετία, καθιστώντας εύθραυστη την ονομαστική διόρθωση που επιτεύχθηκε. Οι αιτίες αυτές συνδέονται με την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, την έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων, την έλλειψη καινοτομίας και τη χαμηλή ποιότητα και αξιοπιστία των κρατικών και κοινωνικών θεσμών.
Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι οι βραχυχρόνιοι κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με την επιβράδυνση της επιστροφής στην κανονικότητα λόγω της νέας έξαρσης της πανδημίας, είναι διαχειρίσιμοι, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα αξιοποιήσει τις δυνατότητες που δημιουργούνται τόσο σε επίπεδο εμβολιαστικής κάλυψης, όσο και σε επίπεδο εισροών από το Ταμείο Ανάκαμψης, σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκό όπου δεν αναμένονται αξιόλογες μεταβολές ούτε στη δημοσιονομική, αλλά ούτε και στη νομισματική πολιτική.
Ως προς τους μακροχρόνιους κινδύνους, όμως, η απάντηση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Για την αντιμετώπισή τους δεν αρκεί από μόνη της η εισροή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Απαιτείται η χρήση τους σε δράσεις που χαρακτηρίζονται από μεγάλο πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο σε όρους προϊόντος και διευκολύνουν τη μετάβαση σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία υψηλής παραγωγικότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Επιπροσθέτως, η υιοθέτηση αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης αυτονομίας των ιδρυμάτων με ουσιαστική ωστόσο λογοδοσία, η εφαρμογή της αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα με παροχή ουσιαστικών κινήτρων, αλλά και η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, αποτελούν κάποιες από τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να ελεγχθούν οι μακροπρόθεσμες αβεβαιότητες που σχετίζονται με την πορεία της ελληνικής οικονομίας και να αντιμετωπισθούν οι χρόνιες παθογένειες της.
* Ο Γιώργος Οικονομίδης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών