Γιατί η Ελλάδα «πατώνει» στον δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί η Ελλάδα «πατώνει» στον δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας

Έχουμε έναν από τους χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης των μερισμάτων διεθνώς και αυτό είναι ισχυρό κίνητρο για τους ξένους, όπως επίσης και το γεγονός ότι ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρήσεων έχει πλέον υποχωρήσει κάτω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Τα… καλά όμως νέα σταματούν κάπου εδώ. Εφαρμόζουμε πολύ υψηλό συντελεστή για τους καλούς μισθούς και μάλιστα από πολύ… χαμηλά (σ.σ πουθενά στην Ευρώπη δεν ενεργοποιείται συντελεστής 44% από τις 40.000 ευρώ και πάνω). Κάνουμε… πρωταθλητισμό στους έμμεσους φόρους και ειδικά στον ΦΠΑ, όπου εφαρμόζεται ο 3ος υψηλότερος συντελεστής στην Ευρώπη, ενώ στην αμόλυβδη ο συνδυασμός ειδικού φόρου κατανάλωσης και ΦΠΑ είναι από τους εκρηκτικότερους διεθνώς. Ο φόρος στην ακίνητη περιουσία - παρά τη μείωσή του - εξακολουθεί να είναι από τους υψηλότερους διεθνώς και αυτό λαμβάνεται υπόψη και από τους ξένους επενδυτές.

Με βάση τον διεθνή δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας καταλαμβάνουμε την 27η θέση μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ (38 συνολικά) και, μάλιστα, το 2024 υποχωρήσαμε δύο θέσεις συγκριτικά με το 2023. Ο συγκεκριμένος δείκτης αποσκοπεί στο να μετρήσει τις επιδόσεις όσον αφορά δύο βασικά χαρακτηριστικά: την ουδετερότητα και την ανταγωνιστικότητα.

Το γεγονός, λοιπόν, ότι εμφανίζουμε κακές επιδόσεις, δείχνει ότι μένουν πολλά ακόμη να γίνουν στο μέτωπο της φορολογικής πολιτικής.

Η Ελλάδα έχει εμφανίσει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια όσον αφορά στο ύψος των φόρων που εισπράττονται και αυτό συνέβη κυρίως εξαιτίας των καλών επιδόσεων στο «μέτωπο» της έμμεσης φορολογίας. Όμως, η σύνθεση των φορολογικών εσόδων αναδεικνύει σημαντικά προβλήματα.

Παρά τις μειώσεις, έχουμε πολύ υψηλούς συντελεστές υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών (ειδικά για εργοδότες) και σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία για όσους μισθούς ξεφεύγουν από τα κατώτερα επίπεδα, δημιουργείται σημαντικό εμπόδιο στην προσπάθεια δημιουργίας καλά πληρωμένων θέσεων εργασίας.

Για τον ΦΠΑ, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο πολύ υψηλός συντελεστής του 24% αγγίζει τη χαμηλότερη περίμετρο κατανάλωσης συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη χώρα: μόλις 38%. Τι σημαίνει αυτό; Ότι στα 100 ευρώ κατανάλωσης, τα 38 φορολογούνται με συντελεστή 24% και τα υπόλοιπα με 13% ή και λιγότερο. Στους δε φόρους περιουσίας, καταλαμβάνουμε την 27η θέση στον δείκτη ανταγωνιστικότητας δείγμα ότι μένουν πολλά ακόμη να γίνουν.

Η αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος σε εποχές που δεν πρέπει να θιγούν τα συνολικά φορολογικά έσοδα λόγω διεθνών δεσμεύσεων (Σύμφωνο Σταθερότητας) δεν είναι καθόλου εύκολες.

Μπορεί να δρομολογηθεί, αν αρχίζουν να καταγράφονται καλύτερες επιδόσεις στο κομμάτι του περιορισμού της εκτεταμένης φοροδιαφυγής όσον αφορά στη φορολογία εισοδήματος.

Οι έρευνες των τελευταίων ετών, την υπολογίζουν ανάμεσα στο 35 με 40% του ΑΕΠ. Είναι ένα ποσό της τάξεως των 80-100 δισ. ευρώ, το οποίο αν περιοριστεί είναι ικανό να αλλάξει συνολικά την εικόνα της χώρας.