O χειρισμός της ενεργειακής κρίσης τόσο από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της Ελλάδας, κινείται σε δύο άξονες, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Ο ένας άξονας αφορά την επιτάχυνση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τους ρωσικούς εκβιασμούς και ο άλλος αφορά τη βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση των άμεσων ανισορροπιών στα υπάρχον ενεργειακό μείγμα.
Παράλληλα το κλείσιμο της ρωσικής στρόφιγγας των αγωγών προς την Πολωνία και τη Βουλγαρία, φανέρωσε τον τελικό σκοπό του Κρεμλίνου, που δεν είναι άλλος από την ενεργειακή και οικονομική συντριβή της Ευρώπης.
Ο στόχος του Κρεμλίνου είναι απλός. Να πνίξει ενεργειακά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Να οδηγήσει την ΕΕ σε δύσκολα μονοπάτια συμπίεσης των εισοδημάτων των πολιτών, πρόκλησης κοινωνικών αναταραχών, εκδήλωσης μαζικών αντιευρωπαϊκών αποσταθεροποιητικών κινήσεων, με σκοπό την ανάδειξη των εκλεκτών του Κρεμλίνου, ρωσόφιλων λαϊκίστικων κομμάτων, στις κυβερνήσεις των χωρών μελών, της ΕΕ.
Μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης, που βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν αντίπαλο, τη Ρωσία, που δεν πιστεύει στις βασικές αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αγνοεί την έννοια της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας των κρατών.
Που δεν μοιράζεται τις ίδιες αξίες με την Ευρώπη.
Που δεν λογοδοτεί στο εσωτερικό της χώρας, αφού η αντιπολίτευση βρίσκεται στη φυλακή.
Που δεν υπολογίζει τις ανθρώπινες απώλειες ενός πολέμου.
Που υπακούει στις αποφάσεις ενός ανδρός, παρά το θέατρο των συνεδριάσεων των συμβουλίων και των επιτροπών που παρακολουθήσαμε όλο αυτόν τον καιρό.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έλαβαν αποφάσεις για μια σειρά από κυρώσεις, μετά από πολύ σκέψη και ζυγίζοντας αρκετές παραμέτρους. Διότι γνωρίζουν ότι οι κυρώσεις από μόνες τους θα οδηγήσουν σε δημιουργία απόνερων που θα ταρακουνήσουν τους ευρωπαίους πολίτες. Και γνωρίζουν επίσης, ότι οι κυρώσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν και νέα αντίποινα από τη ρωσική πλευρά.
Και είναι σίγουρο, ότι ο πληθωρισμός θα γίνει συγκάτοικος μας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι το αυξημένο ενεργειακό κόστος θα μας συνοδεύει για καιρό και ότι θα αντιμετωπίσουμε αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και μιας σειράς από βιομηχανικά προϊόντα.
Ας δούμε όμως τι λένε τα νούμερα σχετικά με τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας μας και την εξάρτηση της από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Σε πρόσφατη έκθεση της Moody’s για την ενεργειακή κατάσταση στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα, αναφέρεται ότι η Γερμανία εισάγει το 90% των συνολικών της αναγκών σε φυσικό αέριο, η Ιταλία εισάγει το 73% της συνολικής ενέργειας που καταναλώνει και η Ελλάδα το 82%. Καταγράφεται επίσης ότι η Ελλάδα καλύπτει το 26% των συνολικών εισαγωγών της σε πετρέλαιο καθώς και το 39% των εισαγωγών φυσικού αερίου, από τη Ρωσία.
Τέλος, η Moody’s καταλήγει, στην ανάλυση της λέγοντας, ότι η έκθεση της Ελλάδας στον ενεργειακό κίνδυνο, είναι σχετικά χαμηλή και ότι δεν θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στις οικονομικές αξιολογήσεις της χώρας μας από την πλευρά των διεθνών οίκων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δώσει η κυβέρνηση στη δημοσιότητα, τα μεγέθη είναι ακόμα πιο θετικά. Η Ελλάδα καλύπτει το 47% της ενεργειακής ζήτησης σε φυσικό αέριο, μέσω της μονάδας υγροποιημένου αερίου (LNG) στη Ρεβυθούσα και το 20% από τον αγωγό Trans Adriatic Pipeline (TAP), που μεταφέρει φυσικό αέριο από το Shah Deniz II του Αζερμπαϊτζάν. Οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, σύμφωνα με την κυβέρνηση, καλύπτουν πλέον το 33% των συνολικών εισαγωγών.
Παράλληλα η επιτάχυνση των έργων του τερματικού σταθμού της Αλεξανδρούπολης, που αποτελείται από μια πλωτή πλατφόρμα, υποδοχής, προσωρινής αποθήκευσης και μεταφοράς μέσω ενός υποθαλάσσιου αγωγού στη στεριά, του φυσικού αερίου, με δυνατότητα μεταφοράς 5 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων, δίνει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στην Ελλάδα. Όχι μόνο σαν καταναλωτή, αλλά και σαν ισχυρό παίκτη στο χώρο της μεταφοράς ενέργειας.
Δεν θα μπορούσε να μην γίνει αναφορά στην πρόθεση Ελλάδας και Βουλγαρίας, για την κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού στο βουλγαρικό έδαφος, μέσω του οποίου θα καλύπτεται μέρος των ενεργειακών αναγκών της χώρας μας.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα η κυβέρνηση, έχει τη δυνατότητα να προβεί σε εκμετάλλευση των αποθεμάτων λιγνίτη και των μονάδων που δύνανται να λειτουργούν με πετρέλαιο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα επιστρέψει σύντομα στα προηγούμενα επίπεδα. Οι στρεβλώσεις της άγουρης εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς ενέργειας, μαζί με την απουσία μακροχρόνιων συμβάσεων με κλειδωμένες τιμές, δεν αποτελούν και το καλύτερο περιβάλλον, διαμόρφωσης θεαματικά χαμηλότερων τιμών.