Υπερφορολογημένη και φτωχότερη πάνω από 30% είναι η μεσαία τάξη σε σύγκριση με την προμνημονιακή περίοδο πληρώνοντας τις πολιτικές των κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας.
Όλες οι εκθέσεις τόσο στο εξωτερικό όσο και η έκθεση Πισσαρίδη στέκεται ακριβώς σε αυτή την εισοδηματική τάξη η οποία κλήθηκε να καλύψει όλα τα δημοσιονομικά κενά των μνημονίων με αυξήσεις τόσο στη φορολογία όσο και των εισφορών.
Όπως επισημαίνει και η επιτροπή των «σοφών», η υψηλή φορολόγηση αποθαρρύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας για εργαζόμενους με ιδιαίτερες δεξιότητες, καθώς και τις αντίστοιχες επενδύσεις, που όμως χρειάζεται η χώρα να προσελκύσει για να επιτύχει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ωστόσο, ακόμα και οι παρεμβάσεις που έγιναν από το κυβερνών κόμμα δεν είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα. Κάτι άλλωστε που παραδέχθηκε και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης αναφέροντας- προ πανδημίας- ότι θα δοθεί προτεραιότητα στη στήριξη των μεσαίων εισοδημάτων.
Και το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι η μεσαία τάξη που δραστηριοποιείται στα ελευθέρια επαγγέλματα. Οι τελευταίες παρεμβάσεις στη φορολογία πριμοδότησαν τους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι φορολογούνται μεν από το πρώτο ευρώ αλλά με συντελεστή 9% από 22% που ήταν μέχρι πρότινος. Όπως λοιπόν αναφέρει και η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη οι αλλαγές θα πρέπει να εστιάσουν στην πριμοδότηση της μισθωτής εργασίας. Σε αυτούς δηλαδή που δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα και πληρώνουν σήμερα τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές και φόρους με συντελεστές που φθάνουν το 44%.
Σήμερα η μεσαία τάξη, αντιπροσωπεύει το 54% των νοικοκυριών, έχει φτάσει να καταβάλλει το 51% των φόρων και εισφορών, ενώ το 2007, αντιπροσωπεύοντας 48% των νοικοκυριών, κατέβαλλε το 37,5% των φόρων και εισφορών.
Η συρρίκνωση των εισοδημάτων έγινε περισσότερο από κάθε άλλη φορά αισθητή στην περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης και ιδίως μετά το 2016 λόγω της αύξησης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από το 2016 και μετά, με την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου.
Η μεσαία τάξη καλύπτει εισοδήματα 14.700-39.300 ευρώ τον χρόνο καθαρά, για ένα νοικοκυριό με δύο ενηλίκους και δύο παιδιά άνω των 14 ετών. Είναι η εισοδηματική κατηγορία που βρίσκεται στο διάστημα μεταξύ 75% και 200% του διάμεσου εισοδήματος (αυτού που χωρίζει το πλουσιότερο 50% του πληθυσμού από το φτωχότερο 50%), το οποίο ανέρχεται σήμερα περίπου στις 20.000 ευρώ. Πριν από την κρίση, το 2009-2010, το διάμεσο εισόδημα βρισκόταν περίπου στις 30.000 ευρώ, εξέλιξη που δείχνει πόσο κατρακύλησε η δύναμη τους στην κρίση. Στη μεσαία τάξη ανήκει έτσι, σήμερα, το 54% του πληθυσμού, από 48% πριν από την κρίση.
Σήμερα, η μεσαία τάξη καλύπτει πάνω από τα μισά φορολογικά έσοδα, λόγω της τεράστιας υπερφορολόγησης κατά την περίοδο των μνημονίων και της υψηλής προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος. Η ανώτερη εισοδηματική τάξη, με εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ, αντιπροσωπεύει σήμερα το 13,5% των νοικοκυριών και καταβάλλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων, έναντι 56% που κατέβαλλε πριν από την κρίση, όταν αντιπροσώπευε το 17% των νοικοκυριών. Σημειώνεται ότι ένα μέρος του πληθυσμού της μεσαίας τάξης μετανάστευσε στο εξωτερικό ή εγκατέλειψε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
Σημειώνεται ότι η χαμηλή εισοδηματική τάξη, αντιπροσωπεύοντας το 32,5% των νοικοκυριών, κατέβαλε το 10,9% των φόρων και εισφορών το 2018, από 6,2% του συνόλου πριν από την κρίση, όταν αντιπροσώπευε το 35,4% των νοικοκυριών. Και εδώ, άλμα φαίνεται να πραγματοποιείται το 2016.